ἀποσφραγίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
lsj>Spiros
mNo edit summary
m (1 revision imported)
 
(No difference)

Latest revision as of 13:36, 12 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσφρᾱγίζω Medium diacritics: ἀποσφραγίζω Low diacritics: αποσφραγίζω Capitals: ΑΠΟΣΦΡΑΓΙΖΩ
Transliteration A: aposphragízō Transliteration B: aposphragizō Transliteration C: aposfragizo Beta Code: a)posfragi/zw

English (LSJ)

A seal up, Plu.Alex.2 (Pass.):—Med., E.Or.1108, Theopomp.Hist.265.
II unseal, D.L.4.59.

Spanish (DGE)

(ἀποσφρᾱγίζω)
• Alolema(s): ἀποσφρηγίζω Nonn.D.15.79
1 sellar, cerrar con un sello τὸν τόπον BGU 34.3.21 (IV d.C.), cf. en v. pas., Plu.Alex.2
en v. med. mismo sent. λέβητας τρεῖς ... ἀποσφραγίζονται Theopomp.Hist.277, τὰς κλεῖς ... ἀποσφραγισάμενος Plu.2.784e, cf. E.Or.1108.
2 quitar el sello, abrir τὰ θεραπόντια D.L.4.59
en v. med. quitarse μίτρην Nonn.l.c.

German (Pape)

[Seite 329] ion. ἀποσφρηγίζω, 1) versiegeln (Hesych. ἀποκεκλεῖσθαι), Eur. Or. 1108 im med.; Plut. Alex. 2. – 2) entsiegeln?

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσφραγίσω, att. ἀποσφραγιῶ;
cacheter, sceller.
Étymologie: ἀπό, σφραγίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσφρᾱγίζω:
1 тж. med. запечатывать Eur., Plut.;
2 снимать печать, распечатывать Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσφρᾱγίζω: Ἰων. ἀποσφρηγίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: ― σφραγίζω, κλείω διὰ σφραγῖδος ἐν τῷ παθ., οὐδὲν ἀποσφραγίζεσθαι τῶν κενῶν Πλουτ. Ἀλεξ. 2: ― προσέτι ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 1108, Ἀθήν. 34Α. ΙΙ. λύω τὴν σφραγῖδα, ἀνοίγω, «ξεσφραγίζω», ἀπεσφράγιζε καὶ ὅσα ἐβούλετο ἐβάσταζεν Διογ. Λ. 4. 59.

Greek Monolingual

(AM ἀποσφραγίζω)
ανοίγω κάτι σφραγισμένο, ξεσφραγίζω
νεοελλ.
ανοίγω έγγραφο, επιστολή
μσν.
σφραγίζω, κλείνω με τη σφραγίδα (=το σημείο του Σταυρού)
αρχ.
κλείνω καλά με σφραγίδα, σφραγίζω καλά.

Greek Monotonic

ἀποσφρᾱγίζω: Ιων. -σφρηγίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ· σφραγίζω, ασφαλίζω με σφραγίδα, σε Πλούτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.

Middle Liddell

to seal up, Plut.:—so in Mid., Eur.