ἄπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(13_2)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] ungeschlagen, κελεύσματι μόνον ἡνιοχούμενος, d. i. des Antriebs nicht bedürftig, Plat. Phaedr. 253 d; Eupol. Schol. Ar. Av. 881.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] ungeschlagen, κελεύσματι μόνον ἡνιοχούμενος, d. i. des Antriebs nicht bedürftig, Plat. Phaedr. 253 d; Eupol. Schol. Ar. Av. 881.
}}
{{ls
|lstext='''ἄπληκτος''': -ον, ὁ μὴ πληττόμενος, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἀνάγκην μάστιγος ἤ μυώπων, [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]] Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν»· [[ἄπληκτος]] [[[ἵππος]]] κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Πλάτ. Φαῖδρ. 253D, ὡς τὸ [[ἀκέντητος]], ἐν Πινδ. Ο. 1. 33· μεταφ., Πλούτ. 2. 721Ε: ― μὴ πληγωθείς, μὴ κτυπηθείς, φροῦδοι δ’ ἄπλ. Εὐρ. Ρῆσ. 814· ἐπὶ φυτῶν, τὸ μὴ πληγέν, τὸ μὴ παθὸν βλάβην, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 14, 1. ΙΙ. ἐνεργητ. ὁ μὴ ἐρεθίζων ἢ κεντῶν, παρ’ Ἰατρ., ὡς Ἄντυλλ. Matth 109: ― Ἐπίρρ. -τως Ὀρειβάσ. 2. 218, Daremb.
}}
}}

Revision as of 10:03, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπληκτος Medium diacritics: ἄπληκτος Low diacritics: άπληκτος Capitals: ΑΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: áplēktos Transliteration B: aplēktos Transliteration C: apliktos Beta Code: a)/plhktos

English (LSJ)

ον,

   A unstricken, of a horse needing no whip or spur, Eup. 232, Pl.Phdr.253d: metaph., Plu.2.721e; unwounded, without receiving a blow, φροῦδοι δ' ἄ. E.Rh.814; immune from stings, Dsc. 2.118; of a plant, uninjured, Thphr.HP9.14.1.    2 Act., not striking, in Adv. -τως without pulsation, Procl.in Cra.p.37P.    II Act., not irritating or pungent, Sor.2.59: Comp., not too stimulating, Herod.Med. ap. Aët.5.116. Adv. -τως Ruf. ap. Orib.8.24.53.

German (Pape)

[Seite 292] ungeschlagen, κελεύσματι μόνον ἡνιοχούμενος, d. i. des Antriebs nicht bedürftig, Plat. Phaedr. 253 d; Eupol. Schol. Ar. Av. 881.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπληκτος: -ον, ὁ μὴ πληττόμενος, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἀνάγκην μάστιγος ἤ μυώπων, ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν»· ἄπληκτος [[[ἵππος]]] κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Πλάτ. Φαῖδρ. 253D, ὡς τὸ ἀκέντητος, ἐν Πινδ. Ο. 1. 33· μεταφ., Πλούτ. 2. 721Ε: ― μὴ πληγωθείς, μὴ κτυπηθείς, φροῦδοι δ’ ἄπλ. Εὐρ. Ρῆσ. 814· ἐπὶ φυτῶν, τὸ μὴ πληγέν, τὸ μὴ παθὸν βλάβην, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 14, 1. ΙΙ. ἐνεργητ. ὁ μὴ ἐρεθίζων ἢ κεντῶν, παρ’ Ἰατρ., ὡς Ἄντυλλ. Matth 109: ― Ἐπίρρ. -τως Ὀρειβάσ. 2. 218, Daremb.