ἔκπλεος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0773.png Seite 773]] α, ον, att. [[ἔκπλεως]], ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, [[δαιτός]], βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, [[μισθός]], ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ [[ἦσαν]] εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0773.png Seite 773]] α, ον, att. [[ἔκπλεως]], ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, [[δαιτός]], βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, [[μισθός]], ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ [[ἦσαν]] εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἔκπλεος''': ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. [[ἔκπλεως]], ων· ― ἐντελῶς [[πλήρης]] πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) [[πλήρης]], «[[σωστός]]», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· [[ἄφθονος]], [[πολύς]], [[αὐτόθι]] 1. 6, 7.
}}
}}

Revision as of 11:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπλεος Medium diacritics: ἔκπλεος Low diacritics: έκπλεος Capitals: ΕΚΠΛΕΟΣ
Transliteration A: ékpleos Transliteration B: ekpleos Transliteration C: ekpleos Beta Code: e)/kpleos

English (LSJ)

ον neut. pl.

   A ἔκπλεα D.C.38.20 : poet.ἔκπλειος, α, ον : Att. ἔκπλεως, ων :—quite full of a thing, c. gen., δαιτός, βορᾶς, E.Cyc.247, 416.    2 complete, εὖρος τρίγυον Tab.Heracl.2.31 ; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους X.Cyr.6.2.7 ; abundant, copious, ἐπιτήδεια ib.1.6.7, cf. D.C. l.c.

German (Pape)

[Seite 773] α, ον, att. ἔκπλεως, ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, δαιτός, βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, μισθός, ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ ἦσαν εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπλεος: ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. ἔκπλεως, ων· ― ἐντελῶς πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) πλήρης, «σωστός», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· ἄφθονος, πολύς, αὐτόθι 1. 6, 7.