ἀσύφηλος: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
(13_6a)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0381.png Seite 381]] Hom. zweimal, Iliad. 9, 647 ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν [[Ἀτρείδης]] ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην, 24, 767 ἀλλ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν [[ἔπος]] οὐδ' ἀσύφηλον; der Sinn scheint also »verächtlich« zu sein; abzuleiten vielleicht von [[σοφός]], Aeolisch, also eigentlich »unweise«, »thöricht«. Auch Sp.: [[λόγος]] οὐκ ἀσυφάλως μυθεύμενος Dius bei Stob. Flor. 65, 16; Qu. Sm., neben [[χαλεπός]], 9, 521. Bei Phryn. B. A. p. 14 [[ὕβρις]] erkl. ἡ μετὰ ἀμαθίας καὶ ἀτιμίας.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0381.png Seite 381]] Hom. zweimal, Iliad. 9, 647 ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν [[Ἀτρείδης]] ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην, 24, 767 ἀλλ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν [[ἔπος]] οὐδ' ἀσύφηλον; der Sinn scheint also »verächtlich« zu sein; abzuleiten vielleicht von [[σοφός]], Aeolisch, also eigentlich »unweise«, »thöricht«. Auch Sp.: [[λόγος]] οὐκ ἀσυφάλως μυθεύμενος Dius bei Stob. Flor. 65, 16; Qu. Sm., neben [[χαλεπός]], 9, 521. Bei Phryn. B. A. p. 14 [[ὕβρις]] erkl. ἡ μετὰ ἀμαθίας καὶ ἀτιμίας.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσύφηλος''': [ῠ], -ον, [[ποταπός]], [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, ὥς μ’ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, ὡσεί τιν’ ἀτίμητον μετανάστην Ἰλ. Ι. 647· [[χαμερπής]], πρόστυχος, [[οὔπω]] σεῦ ἄκουσα κακὸν [[ἔπος]], οὐδ’ ἀσύφηλον Ω. 767. ― Ἐπίρρ. ἀσυφήλως, χαμερπῶς, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 53. 2) [[ἴσως]] ἐνεργ., καταφρονῶν, ἀτιμάζων, ὑποβιβάζων, ταπεινωτικός, Κόϊντ. Σμ. 9. 521. (Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν λέξιν σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ [[ὀπός]], Λατ. sucus, sapor, [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] θὰ ἦτο: [[ἄνοστος]]).
}}
}}

Revision as of 11:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύφηλος Medium diacritics: ἀσύφηλος Low diacritics: ασύφηλος Capitals: ΑΣΥΦΗΛΟΣ
Transliteration A: asýphēlos Transliteration B: asyphēlos Transliteration C: asyfilos Beta Code: a)su/fhlos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A headstrong, or perh. foolish, ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην Il.9.647; οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ' ἀσύφηλον 24.767, cf. Q.S.9.521: also in late Prose, as Eun.VSp.481B. Adv.-λως foolishly, Dius ap.Stob.4.21.16.

German (Pape)

[Seite 381] Hom. zweimal, Iliad. 9, 647 ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν Ἀτρείδης ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην, 24, 767 ἀλλ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ' ἀσύφηλον; der Sinn scheint also »verächtlich« zu sein; abzuleiten vielleicht von σοφός, Aeolisch, also eigentlich »unweise«, »thöricht«. Auch Sp.: λόγος οὐκ ἀσυφάλως μυθεύμενος Dius bei Stob. Flor. 65, 16; Qu. Sm., neben χαλεπός, 9, 521. Bei Phryn. B. A. p. 14 ὕβρις erkl. ἡ μετὰ ἀμαθίας καὶ ἀτιμίας.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύφηλος: [ῠ], -ον, ποταπός, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, ὥς μ’ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, ὡσεί τιν’ ἀτίμητον μετανάστην Ἰλ. Ι. 647· χαμερπής, πρόστυχος, οὔπω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος, οὐδ’ ἀσύφηλον Ω. 767. ― Ἐπίρρ. ἀσυφήλως, χαμερπῶς, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 53. 2) ἴσως ἐνεργ., καταφρονῶν, ἀτιμάζων, ὑποβιβάζων, ταπεινωτικός, Κόϊντ. Σμ. 9. 521. (Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν λέξιν σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ ὀπός, Λατ. sucus, sapor, ὥστε ἡ πρώτη σημασία θὰ ἦτο: ἄνοστος).