ἐσθής: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(13_6b) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1042.png Seite 1042]] ῆτος, ἡ ([[ἕννυμι]], vgl. [[ἔσθος]], vestis), Kleid, Kleidung; in der Od. gew. kollecliv, die Kleider, χαλκόν τε χρυσόν τε [[ἅλις]] ἐσθῆτά τε δόντες, 5, 38 u. öfter; vgl. 1, 165; so auch Folgde, wie noch Xen. An. 3, 1, 18 κτήνη, χρυσόν, ἐσθῆτα vrbdt; von Teppichen ist Od. 23, 290 ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς zu verstehen; Pind. P. 4, 79. 253; χρηστηρία, das Gewand der Seherinn, Aesch. Ag. 1243; [[Ἀργολίς]], Suppl. 234; μετρίᾳ ἐσθῆτι ἐχρήσαντο, eine einfache Kleidung, Thuc. 1, 6. Seltener bei Sp., τὰς πόλεις ἐσθῆτα τοῖς στρατιώταις αἰτεῖν, auch kollektiv, Plut. C. Gracch. 2. – Der plur. von den Kleidern einer Person, Eur. Hel. 421; von denen mehrerer, Aesch. Spt. 871; Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. einzeln bei Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1042.png Seite 1042]] ῆτος, ἡ ([[ἕννυμι]], vgl. [[ἔσθος]], vestis), Kleid, Kleidung; in der Od. gew. kollecliv, die Kleider, χαλκόν τε χρυσόν τε [[ἅλις]] ἐσθῆτά τε δόντες, 5, 38 u. öfter; vgl. 1, 165; so auch Folgde, wie noch Xen. An. 3, 1, 18 κτήνη, χρυσόν, ἐσθῆτα vrbdt; von Teppichen ist Od. 23, 290 ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς zu verstehen; Pind. P. 4, 79. 253; χρηστηρία, das Gewand der Seherinn, Aesch. Ag. 1243; [[Ἀργολίς]], Suppl. 234; μετρίᾳ ἐσθῆτι ἐχρήσαντο, eine einfache Kleidung, Thuc. 1, 6. Seltener bei Sp., τὰς πόλεις ἐσθῆτα τοῖς στρατιώταις αἰτεῖν, auch kollektiv, Plut. C. Gracch. 2. – Der plur. von den Kleidern einer Person, Eur. Hel. 421; von denen mehrerer, Aesch. Spt. 871; Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. einzeln bei Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐσθής''': ῆτος, Δωρ. ἐσθάς, ᾶτος, ἡ, (ἴδε [[ἕννυμι]]): - ἐνδυμασία, [[ἔνδυμα]], Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττ., χαλκόν τε χρυσόν τε [[ἅλις]] ἐσθῆτά τε δόντες, «ἐσθῆτα... ἀντὶ τοῦ ἐσθῆτας» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 38· χρηστηρία [[ἐσθής]], τὸ [[ἔνδυμα]] προφήτιδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1270· [[Ἀργολὶς]] [[ἐσθής]], Ἀργολικὴ ἐνδυμασία, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 237· μετρία [[ἐσθής]], ἁπλῆ [[ἀπέριττος]] ἐνδυμασία, Θουκ. 1. 6· κατὰ πληθ., τὰ ἐνδύματα πολλῶν ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 871, Πλάτ. Ἀλκ. ([[Πρῶτος]]) 122Ε· ἀλλ’ ἑνὸς μόνου, Εὐρ. Ἑλ. 421. ΙΙ. περιληπτικῶς, ἐνδύματα, ἐσθῆτα ἔσφερον [[εἴσω]], δηλ. τὰ [[ἀρτίως]] πλυθέντα ἐνδύματα, Ὀδ. Η. 6· ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς Ψ. 290· τὰ ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 19. ΙΙΙ. μεταφορ., = [[τεῖχος]], [[ἐσθής]] τῆς πόλεως Δημάδης παρ’ Ἀθήν. 99D. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 5 August 2017
English (LSJ)
ῆτος, Dor. ἐσθάς, ᾶτος, Pi.P.4.79, 253, ἡ, acc.
A ἐσθήν SIG 1215.7 (Myconos, iii/ii B.C.) : (ἕννυμι):—clothing, raiment, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες Od.5.38 ; χρηστηρία ἐ. the dress of prophetesses, A.Ag.1270 ; Ἀργολὶς ἐ. Id.Supp.237 ; μετρίᾳ ἐσθῆτι χρήσασθαι to dress simply, Th.1.6 : καθαρὰ ἐ., = Lat. toga pura, Nic. Dam.Fr.127 J. ; τὴν ἐσθῆτα μεταβαλεῖν, = Lat. mutare vestem, put on mourning, D.C.37.33 (but τὰς ἐσθῆτας μεταβαλέσθαι Plu.Pomp.59) : in pl., of the clothes of several persons, A.Th.872 (anap.) ; of one, E. Hel.421 : abstract pl., πλούτους καὶ τρυφὰς καὶ ἐσθῆτας Pl.Alc.1.122c, cf. cj. in Arist.Rh.1386a32, dub. in Pl.Grg.465b. II collectively, clothes, ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω, i.e. the clothes just washed, Od.7.6 ; ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς 23.290 ; τὰ ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον κατηρείκοντο Hdt.3.66, cf. X.An.3.1.19 : rarely in later Gr., Plu.CG2, PThead.49.4(iv A.D.), POxy.2110.5 (iv A.D.). III metaph., ἐ. τῆς πόλεως, of walls, Demad.Fr.4.
German (Pape)
[Seite 1042] ῆτος, ἡ (ἕννυμι, vgl. ἔσθος, vestis), Kleid, Kleidung; in der Od. gew. kollecliv, die Kleider, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες, 5, 38 u. öfter; vgl. 1, 165; so auch Folgde, wie noch Xen. An. 3, 1, 18 κτήνη, χρυσόν, ἐσθῆτα vrbdt; von Teppichen ist Od. 23, 290 ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς zu verstehen; Pind. P. 4, 79. 253; χρηστηρία, das Gewand der Seherinn, Aesch. Ag. 1243; Ἀργολίς, Suppl. 234; μετρίᾳ ἐσθῆτι ἐχρήσαντο, eine einfache Kleidung, Thuc. 1, 6. Seltener bei Sp., τὰς πόλεις ἐσθῆτα τοῖς στρατιώταις αἰτεῖν, auch kollektiv, Plut. C. Gracch. 2. – Der plur. von den Kleidern einer Person, Eur. Hel. 421; von denen mehrerer, Aesch. Spt. 871; Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσθής: ῆτος, Δωρ. ἐσθάς, ᾶτος, ἡ, (ἴδε ἕννυμι): - ἐνδυμασία, ἔνδυμα, Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττ., χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες, «ἐσθῆτα... ἀντὶ τοῦ ἐσθῆτας» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 38· χρηστηρία ἐσθής, τὸ ἔνδυμα προφήτιδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1270· Ἀργολὶς ἐσθής, Ἀργολικὴ ἐνδυμασία, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 237· μετρία ἐσθής, ἁπλῆ ἀπέριττος ἐνδυμασία, Θουκ. 1. 6· κατὰ πληθ., τὰ ἐνδύματα πολλῶν ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 871, Πλάτ. Ἀλκ. (Πρῶτος) 122Ε· ἀλλ’ ἑνὸς μόνου, Εὐρ. Ἑλ. 421. ΙΙ. περιληπτικῶς, ἐνδύματα, ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω, δηλ. τὰ ἀρτίως πλυθέντα ἐνδύματα, Ὀδ. Η. 6· ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς Ψ. 290· τὰ ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 19. ΙΙΙ. μεταφορ., = τεῖχος, ἐσθής τῆς πόλεως Δημάδης παρ’ Ἀθήν. 99D.