φρούρημα: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(13_5) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1310.png Seite 1310]] τό, das Bewachte; – der Wachtposten; βουκόλων, die wachthaltenden Rinderhirten, Soph. Ai. 54; [[φρούρημα]] ἔχειν Eur. Ion 511; vgl. Aesch. Spt. 431; τοῦτο [[βουλευτήριον]] εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς [[φρούρημα]] γῆς καθίσταμαι Eum. 706; λόγχας δεσποτῶν φρουρήματα Eur. El. 798. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1310.png Seite 1310]] τό, das Bewachte; – der Wachtposten; βουκόλων, die wachthaltenden Rinderhirten, Soph. Ai. 54; [[φρούρημα]] ἔχειν Eur. Ion 511; vgl. Aesch. Spt. 431; τοῦτο [[βουλευτήριον]] εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς [[φρούρημα]] γῆς καθίσταμαι Eum. 706; λόγχας δεσποτῶν φρουρήματα Eur. El. 798. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φρούρημα''': τό, ποιητ. [[ὄνομα]]· Ι. τὸ φυλαττόμενον, τὸ φρουρούμενον, λείας ἄδαστα βουκόλων φρουρήματα, τὰ ὑπὸ τῶν βουκόλων ἀμέριστα βουκόλια τῆς λείας, Σοφ. Αἴ. 54, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Ἕρμανν. ΙΙ. [[φρουρός]], [[φύλαξ]], εὐδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς [[φρούρημα]] γῆς καθίσταμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 706· ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἀνδρός, Πολυφόντου βία, φερέγγυον [[φρούρημα]] ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 448· λόγχαι δεσποτῶν φρουρήματα Εὐρ. Ἠλ. 798. ΙΙΙ. [[φρούρησις]], πρόσπολοι γυναῖκες, αἳ τῶνδ’ ἀμφὶ κρηπῖδας δόμων θυοδόκων φρούρημ’ ἔχουσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 511. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, poet. Noun: I that which is watched or guarded, λείας βουκόλων φρουρήματα the herdsmen's charge of spoil, S.Aj.54. II guard, A.Eu.706; of a single man, Id.Th.449; λόγχαι δεσποτῶν φρουρήματα E.El.798. III watch, ward, φρούρημα ἔχειν Id.Ion511 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1310] τό, das Bewachte; – der Wachtposten; βουκόλων, die wachthaltenden Rinderhirten, Soph. Ai. 54; φρούρημα ἔχειν Eur. Ion 511; vgl. Aesch. Spt. 431; τοῦτο βουλευτήριον εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι Eum. 706; λόγχας δεσποτῶν φρουρήματα Eur. El. 798.
Greek (Liddell-Scott)
φρούρημα: τό, ποιητ. ὄνομα· Ι. τὸ φυλαττόμενον, τὸ φρουρούμενον, λείας ἄδαστα βουκόλων φρουρήματα, τὰ ὑπὸ τῶν βουκόλων ἀμέριστα βουκόλια τῆς λείας, Σοφ. Αἴ. 54, ἔνθα ἴδε τὸν Ἕρμανν. ΙΙ. φρουρός, φύλαξ, εὐδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 706· ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἀνδρός, Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 448· λόγχαι δεσποτῶν φρουρήματα Εὐρ. Ἠλ. 798. ΙΙΙ. φρούρησις, πρόσπολοι γυναῖκες, αἳ τῶνδ’ ἀμφὶ κρηπῖδας δόμων θυοδόκων φρούρημ’ ἔχουσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 511.