πυλεών: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(13_3)
(35)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] ῶνος, ὁ, 1) = [[πυλών]]. – 2) (vielleicht von [[φύλλον]]) lakon. ein Kranz, nach Ath. XV, 678 a ὃν τῇ Ἥρᾳ περιτιθέασιν οἱ Λάκωνες; vgl. Alcm. ib. 681 a; Csilim. bei Poll. 5, 96; Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] ῶνος, ὁ, 1) = [[πυλών]]. – 2) (vielleicht von [[φύλλον]]) lakon. ein Kranz, nach Ath. XV, 678 a ὃν τῇ Ἥρᾳ περιτιθέασιν οἱ Λάκωνες; vgl. Alcm. ib. 681 a; Csilim. bei Poll. 5, 96; Hesych.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />(<b>λακων. τ.</b>) [[κόσμημα]] της κεφαλής ή [[στέφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λακωνική λ. με [[επίθημα]] -<i>εών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>εών</i>), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. [[πύλος]] και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>pula</i>-<i>k</i><i>ā</i><i>h</i> «[[ανατρίχιασμα]]» και <i>pulasti</i>(<i>n</i>)- «με [[ίσια]] μαλλιά», κουρδ. <i>p</i><i>ū</i><i>r</i> «μαλλιά», αρχ. ιρλ. <i>ul</i> «[[γενειάδα]]». Από τον ίδιο αμάρτυρο τ. [[πύλος]] έχει παραχθεί και η λ. <i>πύλιγγες</i> με έρρινο εκφραστικό [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> <i>θώμιγγες</i>, <i>λάιγγες</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλεών Medium diacritics: πυλεών Low diacritics: πυλεών Capitals: ΠΥΛΕΩΝ
Transliteration A: pyleṓn Transliteration B: pyleōn Transliteration C: pyleon Beta Code: pulew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A = πυλών, Democr.288*, Opp.C.3.419, AP5.241 (Eratosth.), 7.70 (Jul. Aegypt.), Nonn.D.3.136, etc.    II Lacon. for a wreath, Alcm.16, Call.Fr.358, Pamphil. ap. Ath.15.678a.

German (Pape)

[Seite 817] ῶνος, ὁ, 1) = πυλών. – 2) (vielleicht von φύλλον) lakon. ein Kranz, nach Ath. XV, 678 a ὃν τῇ Ἥρᾳ περιτιθέασιν οἱ Λάκωνες; vgl. Alcm. ib. 681 a; Csilim. bei Poll. 5, 96; Hesych.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
(λακων. τ.) κόσμημα της κεφαλής ή στέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λακωνική λ. με επίθημα -εών (πρβλ. χαλκ-εών), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. πύλος και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pula-kāh «ανατρίχιασμα» και pulasti(n)- «με ίσια μαλλιά», κουρδ. pūr «μαλλιά», αρχ. ιρλ. ul «γενειάδα». Από τον ίδιο αμάρτυρο τ. πύλος έχει παραχθεί και η λ. πύλιγγες με έρρινο εκφραστικό επίθημα (πρβλ. θώμιγγες, λάιγγες)].