ἀμεταμέλητος: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(13_4) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] keine Reue verursachend, [[ἡδονή]] Plat. Tim. 59 d, öfter; [[πίστις]] αὐτοῖς ἀμ. ἔσται, sie werden ihre Treue nicht bereuen, Pol. 24, 11; Cic. Att. 7, 3. 13, 52; nicht bereuend, N. T. – Adv. -τως. Themist. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] keine Reue verursachend, [[ἡδονή]] Plat. Tim. 59 d, öfter; [[πίστις]] αὐτοῖς ἀμ. ἔσται, sie werden ihre Treue nicht bereuen, Pol. 24, 11; Cic. Att. 7, 3. 13, 52; nicht bereuend, N. T. – Adv. -τως. Themist. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμεταμέλητος''': -ον, περὶ οὗ δὲν μεταμελεῖταί τις, ἡδονὴ Πλάτ. Τίμ. 59D· τὸ πεπραγμένον αὐτοῖς ἀμ. γίγνεται ὁ αὐτ. Νόμ. 866Ε· ἀμεταμέλητόν ἐστί τί τινι = δὲν ἔχει τίς τι δι’ ὃ νὰ μετανοήσῃ, Πολύβ. 24. 12.11. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ μεταμελόμενος, ὁ μὴ αἰσθανόμενος λύπην ἢ ἔλεγχον συνειδήσεως, ἀμ. [[ἀνίατος]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2, πρβλ. 9. 4, 5: - Ἐπίρρ. -τως Θεμίστ. 231Α, Αἴσωπ. 4, ἔκδ. de Fur.: [[ὡσαύτως]] -τὶ Φώτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:58, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be repented of or regretted, ἡδονή Pl.Ti. 59d; τὸ πεπραγμένον αὐτοῖς ἀ. γίγνεται Id.Lg.866e; ἀμεταμέλητον ἐστί τί τινι one has nothing to repent of, Plb.21.11.11. 2 having no opportunity of repentance, Just.Nov.129.3. II of persons, unrepentant, feeling no remorse, ἀ. ἀνίατος Arist.EN1150a22, 1166a29. Adv. -τως Them.Or.19.231a, Inscr.Prien.114.
German (Pape)
[Seite 122] keine Reue verursachend, ἡδονή Plat. Tim. 59 d, öfter; πίστις αὐτοῖς ἀμ. ἔσται, sie werden ihre Treue nicht bereuen, Pol. 24, 11; Cic. Att. 7, 3. 13, 52; nicht bereuend, N. T. – Adv. -τως. Themist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεταμέλητος: -ον, περὶ οὗ δὲν μεταμελεῖταί τις, ἡδονὴ Πλάτ. Τίμ. 59D· τὸ πεπραγμένον αὐτοῖς ἀμ. γίγνεται ὁ αὐτ. Νόμ. 866Ε· ἀμεταμέλητόν ἐστί τί τινι = δὲν ἔχει τίς τι δι’ ὃ νὰ μετανοήσῃ, Πολύβ. 24. 12.11. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ μεταμελόμενος, ὁ μὴ αἰσθανόμενος λύπην ἢ ἔλεγχον συνειδήσεως, ἀμ. ἀνίατος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2, πρβλ. 9. 4, 5: - Ἐπίρρ. -τως Θεμίστ. 231Α, Αἴσωπ. 4, ἔκδ. de Fur.: ὡσαύτως -τὶ Φώτ.