λιχνώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιχνώδης]], λιχνῶδες, (AM) [[λίχνος]]<br />[[επιρρεπής]] στη [[λιχνεία]], [[λαίμαργος]], [[λίχνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιχνῶδες</i><br />η [[λαιμαργία]], η [[λιχνεία]]. | |mltxt=[[λιχνώδης]], λιχνῶδες, (AM) [[λίχνος]]<br />[[επιρρεπής]] στη [[λιχνεία]], [[λαίμαργος]], [[λίχνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>[[τὸ λιχνῶδες]]</i><br />η [[λαιμαργία]], η [[λιχνεία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:22, 22 November 2024
English (LSJ)
λιχνῶδες, = λίχνος, greedy, Ael.Fr.325 (Sup.).
German (Pape)
λιχνῶδες, leckerhaft, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λιχνώδης: λιχνῶδες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.
Greek Monolingual
λιχνώδης, λιχνῶδες, (AM) λίχνος
επιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδες
η λαιμαργία, η λιχνεία.