πόριμος: Difference between revisions

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source
(13_6a)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] fähig zu gewähren, gebend, Aesch. Prom. 906; auch fähig, Mittel u. Wege ausfindig zu machen, erfinderisch, πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον, Ar. Ran. 1425; τόλμῃ, Pax 1030; auch [[ἔργον]], rettend, Thesm. 777; Ἔρως, Plat. Conv. 203 d; ἔρωτι πάντα πόριμα, Luc. Dem. enc. 23. – Compar., Thuc. 8, 76, ποριμώτερος ἐς πάντα, u. Folgde. – Bei den Aerzten ist [[πόριμος]] [[οἶνος]] = der durchgeht, durchdringt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] fähig zu gewähren, gebend, Aesch. Prom. 906; auch fähig, Mittel u. Wege ausfindig zu machen, erfinderisch, πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον, Ar. Ran. 1425; τόλμῃ, Pax 1030; auch [[ἔργον]], rettend, Thesm. 777; Ἔρως, Plat. Conv. 203 d; ἔρωτι πάντα πόριμα, Luc. Dem. enc. 23. – Compar., Thuc. 8, 76, ποριμώτερος ἐς πάντα, u. Folgde. – Bei den Aerzten ist [[πόριμος]] [[οἶνος]] = der durchgeht, durchdringt.
}}
{{ls
|lstext='''πόρῐμος''': -ον, ([[πόρος]]) ὁ δυνάμενος νὰ πορίσῃ, [[πλήρης]] μέσων, [[ἐπινοητικός]], [[πόριμος]] αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ [[ἀμήχανος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· [[πόριμος]] [[τόλμα]] ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1031· π. ὁ [[ἔρως]] Πλάτ. Συμπ. 203D· [[ῥήτωρ]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 34· πρὸς τὰ καλὰ ποριμώτατος Συνέσ. 187Β ― μετ’ αἰτ., ἄπορα [[πόριμος]], ὁ ποιῶν τὰ ἀδύνατα δυνατά, Αἰσχύλ. Πρ. 905. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων μέσα ἀσφαλείας, [[σωτήριος]], [[ἔργον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 777· ἐπιβολὴ Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 3) παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγρ., ὁ εὑρίσκων ἢ παρασκευάζων δίοδον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. ΙΙ. παθ., ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, [[δυνατός]], κατορθωτός, ἄπορα. γίγνεται τὰ π. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν Προοιμ. 3· ἔρωτι πάντα π. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14. 2) ὁ ἔχων πολλὰς εὐκολίας, ἄφθονα τὰ μέσα, ὡς τὸ [[εὔπορος]]· ποριμώτεροι ἐς πάντα Θουκ. 8. 76· ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Γοργ. Ρητ. 190. 42.
}}
}}

Revision as of 10:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρῐμος Medium diacritics: πόριμος Low diacritics: πόριμος Capitals: ΠΟΡΙΜΟΣ
Transliteration A: pórimos Transliteration B: porimos Transliteration C: porimos Beta Code: po/rimos

English (LSJ)

ον also η, ον Hp.Acut.50:—

   A able to provide, resourceful, inventive, Gorg.Pal. 25; πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον Ar.Ra.1429; πόριμος τόλμα Id.Pax 1031; φρονήσεως ἐπιθυμητὴς καὶ π. [ὁ ἔρως] Pl.Smp.203d; ῥήτωρ Poll. 4.34: c.acc., ἄπορα πόριμος making possible the impossible, A.Pr.904 (lyr.).    2 of things, affording means of safety, saving, ἔργον Ar.Th. 777; ἐπιβολή Anon. ap. Suid. (Sup.); [τὸ] π. the profitable, Gal.5.751.    3 Medic., finding or making a passage, ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῦσα π. Hipp.l.c.; passing rapidly through the system, τροφή Gal.6.570.    II Pass., compassable, practicable, ἄπορα γίγνεται τὰ π. J.AJProoem.3; ἔρωτι πάντα π. Luc.Dem.Enc.14.    2 well-provided, ποριμώτεροι ἐς πάντα Th.8.76; ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Gorg.Pal.30.

German (Pape)

[Seite 683] fähig zu gewähren, gebend, Aesch. Prom. 906; auch fähig, Mittel u. Wege ausfindig zu machen, erfinderisch, πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον, Ar. Ran. 1425; τόλμῃ, Pax 1030; auch ἔργον, rettend, Thesm. 777; Ἔρως, Plat. Conv. 203 d; ἔρωτι πάντα πόριμα, Luc. Dem. enc. 23. – Compar., Thuc. 8, 76, ποριμώτερος ἐς πάντα, u. Folgde. – Bei den Aerzten ist πόριμος οἶνος = der durchgeht, durchdringt.

Greek (Liddell-Scott)

πόρῐμος: -ον, (πόρος) ὁ δυνάμενος νὰ πορίσῃ, πλήρης μέσων, ἐπινοητικός, πόριμος αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχανος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· πόριμος τόλμα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1031· π. ὁ ἔρως Πλάτ. Συμπ. 203D· ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 34· πρὸς τὰ καλὰ ποριμώτατος Συνέσ. 187Β ― μετ’ αἰτ., ἄπορα πόριμος, ὁ ποιῶν τὰ ἀδύνατα δυνατά, Αἰσχύλ. Πρ. 905. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων μέσα ἀσφαλείας, σωτήριος, ἔργον Ἀριστοφ. Θεσμ. 777· ἐπιβολὴ Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 3) παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγρ., ὁ εὑρίσκων ἢ παρασκευάζων δίοδον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. ΙΙ. παθ., ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, δυνατός, κατορθωτός, ἄπορα. γίγνεται τὰ π. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν Προοιμ. 3· ἔρωτι πάντα π. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14. 2) ὁ ἔχων πολλὰς εὐκολίας, ἄφθονα τὰ μέσα, ὡς τὸ εὔπορος· ποριμώτεροι ἐς πάντα Θουκ. 8. 76· ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Γοργ. Ρητ. 190. 42.