ἐνεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0838.png Seite 838]] (s. [[ἐργάζομαι]]), darin machen, arbeiten; τὸ ζωτικοὺς φαίνεσθαι, πῶς τοῦτο ἐνεργάζει τοῖς ἀνδριᾶσιν Xen. Hem. 3, 10, 6, wie arbeitest du das Leben in die Bildsäulen hinein? wie τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις – τῇ πόλει 4, 4, 15; ἔκπληξιν Plat. Phil. 47 a; προθυμίαν τοῖς ἀνθρώποις Pol. 5, 64, 7; ἁλιεῖς ἐνειργασμένοι τοῖς τόποις, dort beschäftigt, 10, 8, 7; auch εὔνοιαν ἔν τινι, 6, 2, 15; – τῇ οὐσίᾳ, mit dem Vermögen Geschäfte machen, Erwerb treiben, Dem. 44, 23; sc. ἐν οἰκήματι, von Buhldirnen, Her. 1, 93; – pass., [[γλῶσσα]] τούτων [[γνώμων]] ἐνειργάσθη Xen. Hem. 1, 4, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0838.png Seite 838]] (s. [[ἐργάζομαι]]), darin machen, arbeiten; τὸ ζωτικοὺς φαίνεσθαι, πῶς τοῦτο ἐνεργάζει τοῖς ἀνδριᾶσιν Xen. Hem. 3, 10, 6, wie arbeitest du das Leben in die Bildsäulen hinein? wie τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις – τῇ πόλει 4, 4, 15; ἔκπληξιν Plat. Phil. 47 a; προθυμίαν τοῖς ἀνθρώποις Pol. 5, 64, 7; ἁλιεῖς ἐνειργασμένοι τοῖς τόποις, dort beschäftigt, 10, 8, 7; auch εὔνοιαν ἔν τινι, 6, 2, 15; – τῇ οὐσίᾳ, mit dem Vermögen Geschäfte machen, Erwerb treiben, Dem. 44, 23; sc. ἐν οἰκήματι, von Buhldirnen, Her. 1, 93; – pass., [[γλῶσσα]] τούτων [[γνώμων]] ἐνειργάσθη Xen. Hem. 1, 4, 5.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνεργάζομαι''': μέλλ. -άσομαι: Ἀποθ., ἐμποιῶ, [[παράγω]], προξενῶ, ὅσα δὲ φύσα ντε καὶ ἀνειλήματα ἐνεργάζεται ἐν τῷ σώματι Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· πῶς τοῦτο ἐνεργάζῃ τοῖς ἀνδριάσιν Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 6., 4. 4, 15· ἐν. ἔκπληξιν Πλάτ. Φίλ. 47Α· ἐν [[δέος]] τινὶ Δημ. 1396. 22· μοχθηρὰς συνηθείας τινὶ ὁ αὐτ. 1402. 14· εὔνοιαν ἔν τινι Πολύβ. 6. 2, 15, κτλ.: - ἀόρ. α΄ ἐνειργάσθην ἐπὶ παθ. σημασ., κατεσκευάσθην ἢ ἐτέθην [[ἐντός]], τίς δ’ ἂν [[αἴσθησις]] ἦν γλυκέων καὶ δριμέων... εἰμὴ [[γλῶττα]] τούτων [[γνώμων]] ἐνειργάσθη; Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 5. 2) πορνεύομαι, «τὸ [[δουλεύω]]», καὶ αἱ ἐνεργαζόμεναι παιδίσκαι... τοῦ γὰρ δὴ Λυδῶν δήμου αἱ θυγατέρες πορνεύονται πᾶσαι συλλέγουσαι σφίσι φερνὰς Ἡρόδ. 1. 93, [[ἔνθα]] ἴδε Valck. (Πρβλ. [[ἐργάσιμος]], [[ἐργαστήριον]])· ἐνεργ. τῇ οὐσίᾳ, ἐμπορεύεσθαι διὰ τῆς περιουσίας, Δημ. 1087. 22· [[ἐργάζομαι]] ἔν τινι τόπῳ. διά τινων ἁλιέων τῶν ἐνειργασμένων τοῖς τόποις ἐξητάκει Πολύβ. 10. 8, 7.
}}
}}

Revision as of 10:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεργάζομαι Medium diacritics: ἐνεργάζομαι Low diacritics: ενεργάζομαι Capitals: ΕΝΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: energázomai Transliteration B: energazomai Transliteration C: energazomai Beta Code: e)nerga/zomai

English (LSJ)

   A make or produce in, ἡ φορὰ τῆς τοξίτιδος ἐ. τῷ βέλει κίνησιν Ph.Bel.68.41; τι ἐν τῷ σώματι v.l. for ἀπ- in Hp. VM22; τι τοῖς ἀνδριᾶσιν X.Mem.3.10.6; τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις [τῇ Σπάρτῃ] ib.4.4.15; πολλοῖς ἔρωτα Gorg.Hel.18; [δόξαν] ib.13; ἔκπληξιν Pl.Phlb.47a; ἐπιστήμην Chrysipp.Stoic.2.39; δέος τοῖς πολίταις D.60.25; μοχθηρὰς συνηθείας τινί Id.61.3; εὔνοιαν ἐν πᾶσι Plb. 6.11a.7, cf. Ph.2.89, etc.: aor. 1 ἐνειργάσθην in pass. sense, to be made or placed in .., X.Mem.1.4.5.    2 work for hire in, of harlots, αἱ ἐνεργαζόμεναι παιδίσκαι Hdt.1.93; ἐ. τῇ οὐσίᾳ trade with the property, D.44.23; ἁλιεῖς ἐνειργασμένοι τοῖς τόποις Plb.10.8.7.

German (Pape)

[Seite 838] (s. ἐργάζομαι), darin machen, arbeiten; τὸ ζωτικοὺς φαίνεσθαι, πῶς τοῦτο ἐνεργάζει τοῖς ἀνδριᾶσιν Xen. Hem. 3, 10, 6, wie arbeitest du das Leben in die Bildsäulen hinein? wie τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις – τῇ πόλει 4, 4, 15; ἔκπληξιν Plat. Phil. 47 a; προθυμίαν τοῖς ἀνθρώποις Pol. 5, 64, 7; ἁλιεῖς ἐνειργασμένοι τοῖς τόποις, dort beschäftigt, 10, 8, 7; auch εὔνοιαν ἔν τινι, 6, 2, 15; – τῇ οὐσίᾳ, mit dem Vermögen Geschäfte machen, Erwerb treiben, Dem. 44, 23; sc. ἐν οἰκήματι, von Buhldirnen, Her. 1, 93; – pass., γλῶσσα τούτων γνώμων ἐνειργάσθη Xen. Hem. 1, 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι: Ἀποθ., ἐμποιῶ, παράγω, προξενῶ, ὅσα δὲ φύσα ντε καὶ ἀνειλήματα ἐνεργάζεται ἐν τῷ σώματι Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· πῶς τοῦτο ἐνεργάζῃ τοῖς ἀνδριάσιν Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 6., 4. 4, 15· ἐν. ἔκπληξιν Πλάτ. Φίλ. 47Α· ἐν δέος τινὶ Δημ. 1396. 22· μοχθηρὰς συνηθείας τινὶ ὁ αὐτ. 1402. 14· εὔνοιαν ἔν τινι Πολύβ. 6. 2, 15, κτλ.: - ἀόρ. α΄ ἐνειργάσθην ἐπὶ παθ. σημασ., κατεσκευάσθην ἢ ἐτέθην ἐντός, τίς δ’ ἂν αἴσθησις ἦν γλυκέων καὶ δριμέων... εἰμὴ γλῶττα τούτων γνώμων ἐνειργάσθη; Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 5. 2) πορνεύομαι, «τὸ δουλεύω», καὶ αἱ ἐνεργαζόμεναι παιδίσκαι... τοῦ γὰρ δὴ Λυδῶν δήμου αἱ θυγατέρες πορνεύονται πᾶσαι συλλέγουσαι σφίσι φερνὰς Ἡρόδ. 1. 93, ἔνθα ἴδε Valck. (Πρβλ. ἐργάσιμος, ἐργαστήριον)· ἐνεργ. τῇ οὐσίᾳ, ἐμπορεύεσθαι διὰ τῆς περιουσίας, Δημ. 1087. 22· ἐργάζομαι ἔν τινι τόπῳ. διά τινων ἁλιέων τῶν ἐνειργασμένων τοῖς τόποις ἐξητάκει Πολύβ. 10. 8, 7.