ἐπίλησις: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(c2) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0958.png Seite 958]] ἡ, das Vergessen, Pind. P. 1, 46, in dor. Form [[ἐπίλασις]] καμάτων. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0958.png Seite 958]] ἡ, das Vergessen, Pind. P. 1, 46, in dor. Form [[ἐπίλασις]] καμάτων. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπίλησις''': Δωρ. -λᾱσις, εως, ἡ, (ἐπιλήθομαι) τὸ ἐπιλανθάνεσθαι, λησμονεῖν, [[λήθη]], καμάτων Πινδ. Π. 1. 46: ― [[ὡσαύτως]] ἐπιλησμονή, ἡ, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 68 (ἴδε Meineke 5. 92), Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· - ἐπιλησμοσύνη, ἡ, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 147, Δίων Κ. 56. 41· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 385. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. -λᾱσις, εως, ἡ,
A forgetting, forgetfulness, καμάτων Pi.P.1.46.
German (Pape)
[Seite 958] ἡ, das Vergessen, Pind. P. 1, 46, in dor. Form ἐπίλασις καμάτων.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλησις: Δωρ. -λᾱσις, εως, ἡ, (ἐπιλήθομαι) τὸ ἐπιλανθάνεσθαι, λησμονεῖν, λήθη, καμάτων Πινδ. Π. 1. 46: ― ὡσαύτως ἐπιλησμονή, ἡ, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 68 (ἴδε Meineke 5. 92), Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· - ἐπιλησμοσύνη, ἡ, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 147, Δίων Κ. 56. 41· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 385.