ἀναπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] um-, einflechten, ὅρμοις χέρας καὶ κεφαλάς Pind. Ol. 2, 82; την κόμην, das Haar aufflechten, Poll. 2, 35. – Med., Opp. H. 3, 470; sich einen Kranz winden, Luc. Piscat. 6 (Jacobitz act.); sich die Haare aufbinden u. flechten, Navig. 3; übertr., ῥυθμόν Agath. 24 (XI, 64).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] um-, einflechten, ὅρμοις χέρας καὶ κεφαλάς Pind. Ol. 2, 82; την κόμην, das Haar aufflechten, Poll. 2, 35. – Med., Opp. H. 3, 470; sich einen Kranz winden, Luc. Piscat. 6 (Jacobitz act.); sich die Haare aufbinden u. flechten, Navig. 3; übertr., ῥυθμόν Agath. 24 (XI, 64).
}}
{{ls
|lstext='''ἀναπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[πλέκω]] [[περί]] τι, περικοσμῶ, [[περιστέφω]], ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ κεφαλὰς Πινδ. Ο. 2. 135· ἀν. τὰς τρίχας [[Πολυδ]]. 2. 35: ἀπολ., κατὰ μέσ. τύπον, [[πλέκω]] τὴν κόμην μου εἰς πλόκαμον κρεμάμενον [[ὀπίσω]], - «οἱ ἐλεύθεροι παῖδες ἀναπλέκονται [τὴν κόμην] [[ἔστε]] πρὸς τὸ ἐφηβικόν», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 3. 2) μεταφ., ἀν ῥυθμὸν ὡς τὸ ὑφαίνειν Ἀνθ. Π. 11. 64, πρβλ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 113. 3) ἀναπεπλεγμένοι, συμπεπλεγμένοι, «ἀνακατωμένοι», Πλουτ. Βροῦτ. 17.
}}
}}

Revision as of 09:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλέκω Medium diacritics: ἀναπλέκω Low diacritics: αναπλέκω Capitals: ΑΝΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: anaplékō Transliteration B: anaplekō Transliteration C: anapleko Beta Code: a)naple/kw

English (LSJ)

   A enwreath, entwine, ὅρμοισι χέρας Pi.O.2.74; ἀ. τὰς τρίχας Poll.2.35:—Pass., IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C., in form ἀμπλ-), ib.5(2).514.10 (Lycosura):—Med., braid one's hair, Luc. Nav.3.    2 metaph., ἀ. ῥυθμόν AP11.64 (Agath.).    3 ἀναπεπλεγμένοι closely engaged, Plu.Brut.17.

German (Pape)

[Seite 202] um-, einflechten, ὅρμοις χέρας καὶ κεφαλάς Pind. Ol. 2, 82; την κόμην, das Haar aufflechten, Poll. 2, 35. – Med., Opp. H. 3, 470; sich einen Kranz winden, Luc. Piscat. 6 (Jacobitz act.); sich die Haare aufbinden u. flechten, Navig. 3; übertr., ῥυθμόν Agath. 24 (XI, 64).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλέκω: μέλλ. -ξω, πλέκω περί τι, περικοσμῶ, περιστέφω, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ κεφαλὰς Πινδ. Ο. 2. 135· ἀν. τὰς τρίχας Πολυδ. 2. 35: ἀπολ., κατὰ μέσ. τύπον, πλέκω τὴν κόμην μου εἰς πλόκαμον κρεμάμενον ὀπίσω, - «οἱ ἐλεύθεροι παῖδες ἀναπλέκονται [τὴν κόμην] ἔστε πρὸς τὸ ἐφηβικόν», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 3. 2) μεταφ., ἀν ῥυθμὸν ὡς τὸ ὑφαίνειν Ἀνθ. Π. 11. 64, πρβλ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 113. 3) ἀναπεπλεγμένοι, συμπεπλεγμένοι, «ἀνακατωμένοι», Πλουτ. Βροῦτ. 17.