προσαλίσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
(13_3) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0748.png Seite 748]] (s. [[ἁλίσκομαι]]), noch dazu gefangen od. verurtheilt werden; Ar. Ach. 667; προσεαλωκότες ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης, Plut. de aud. poet. 2 p. 67, wo v. l. προεαλωκότες. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0748.png Seite 748]] (s. [[ἁλίσκομαι]]), noch dazu gefangen od. verurtheilt werden; Ar. Ach. 667; προσεαλωκότες ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης, Plut. de aud. poet. 2 p. 67, wo v. l. προεαλωκότες. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσᾰλίσκομαι''': καταδικάζομαι [[προσέτι]], νῦν δ’ ὑπ’ ἀνδρῶν πονηρῶν [[σφόδρα]] διωκόμεθα, [[κᾆτα]] προσαλισκόμεθα, «καὶ πρὸς τούτοις καταδικαζόμεθα καὶ ζημιούμεθα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 701 (ἀλλ’ ὁ Elmsl. ὀρθῶς διώρθωσε πρὸς ἁλ-). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 5 August 2017
English (LSJ)
A to be cast in a lawsuit besides, Ar.Ach.701.
German (Pape)
[Seite 748] (s. ἁλίσκομαι), noch dazu gefangen od. verurtheilt werden; Ar. Ach. 667; προσεαλωκότες ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης, Plut. de aud. poet. 2 p. 67, wo v. l. προεαλωκότες.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰλίσκομαι: καταδικάζομαι προσέτι, νῦν δ’ ὑπ’ ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κᾆτα προσαλισκόμεθα, «καὶ πρὸς τούτοις καταδικαζόμεθα καὶ ζημιούμεθα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 701 (ἀλλ’ ὁ Elmsl. ὀρθῶς διώρθωσε πρὸς ἁλ-).