ἐπιποτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(13_3)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0972.png Seite 972]] hierher zieht man στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται, ist darüber ausgebreitet, Aesch. Pers. 656, vgl. Eum. 356. – Sp. = [[ἐπιπέτομαι]], darüber hinfliegen, wie Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0972.png Seite 972]] hierher zieht man στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται, ist darüber ausgebreitet, Aesch. Pers. 656, vgl. Eum. 356. – Sp. = [[ἐπιπέτομαι]], darüber hinfliegen, wie Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιποτάομαι''': πρκμ. ἐπιπεπότημαι: Ἀποθ.: ― ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἐπιπέτομαι]], [[ἐφίπταμαι]], [[ἵπταμαι]] [[ὑπεράνω]] τινός, τοῖον ἐπὶ [[κνέφας]] ἀνδρί... πεπόταται Αἰσχύλ. Εὐμ. 379· στυγία τις ἐπ’ ἀχλὺς πεπόταται Πέρσ. 669· γῆν καὶ θάλασσαν ἐπιποτώμενοι Φίλων 2. 200. ΙΙ. [[ἐπιπλέω]], [[ἐπιπολάζω]], ἔτι δὲ κουφοτάτη ὡς δύνασθαι ἐπιποτᾶσθαι τῷ ἀέρι Διοσκ. 5. 85· τῷ ὑγρῷ Πορφύρ. π. Νυμφῶν Ἄντρου 10.
}}
}}

Revision as of 11:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιποτάομαι Medium diacritics: ἐπιποτάομαι Low diacritics: επιποτάομαι Capitals: ΕΠΙΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: epipotáomai Transliteration B: epipotaomai Transliteration C: epipotaomai Beta Code: e)pipota/omai

English (LSJ)

lengthd. for ἐπιπέτομαι,

   A fly or hover over, τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται A.Eu.378; Στυγία τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται Id.Pers.668; γῆν καὶ θάλατταν Ph.2.200.    II. float upon, ἀέρι Dsc.5.75; τῷ ὑγρῷ Porph.Antr.10.

German (Pape)

[Seite 972] hierher zieht man στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται, ist darüber ausgebreitet, Aesch. Pers. 656, vgl. Eum. 356. – Sp. = ἐπιπέτομαι, darüber hinfliegen, wie Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιποτάομαι: πρκμ. ἐπιπεπότημαι: Ἀποθ.: ― ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἐπιπέτομαι, ἐφίπταμαι, ἵπταμαι ὑπεράνω τινός, τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρί... πεπόταται Αἰσχύλ. Εὐμ. 379· στυγία τις ἐπ’ ἀχλὺς πεπόταται Πέρσ. 669· γῆν καὶ θάλασσαν ἐπιποτώμενοι Φίλων 2. 200. ΙΙ. ἐπιπλέω, ἐπιπολάζω, ἔτι δὲ κουφοτάτη ὡς δύνασθαι ἐπιποτᾶσθαι τῷ ἀέρι Διοσκ. 5. 85· τῷ ὑγρῷ Πορφύρ. π. Νυμφῶν Ἄντρου 10.