ληκυθουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(c2)
 
(6_15)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0039.png Seite 39]] ὁ, = [[ληκυθοποιός]], Plut. Pericl. 12, nach Reiske für [[λινουργός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0039.png Seite 39]] ὁ, = [[ληκυθοποιός]], Plut. Pericl. 12, nach Reiske für [[λινουργός]].
}}
{{ls
|lstext='''ληκῠθουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ κατασκευάζων ληκύθους, Πλουτ. Περικλ. 12.
}}
}}

Revision as of 11:37, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 39] ὁ, = ληκυθοποιός, Plut. Pericl. 12, nach Reiske für λινουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ληκῠθουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ληκύθους, Πλουτ. Περικλ. 12.