μόργος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(13_1) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] ὁ, der geflochtene Wagenkorb, in den man Stroh und Spreu legte, Poll. 7, 116. – Nach Hesych. auch = [[μολγός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] ὁ, der geflochtene Wagenkorb, in den man Stroh und Spreu legte, Poll. 7, 116. – Nach Hesych. auch = [[μολγός]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μόργος''': ὁ, [[περίφραγμα]] [[ὑπὲρ]] τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον [[ὅπως]] προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 116· πρβλ. [[μοργεύω]]. ΙΙ. σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός, Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A body of a wicker cart, used for carrying straw and chaff, Poll.7.116. II leathern vessel, Hsch. μοργυίων· σπαργάνων, Id. μοργυλλεῖ· χρονουλκεῖ, Id.
German (Pape)
[Seite 207] ὁ, der geflochtene Wagenkorb, in den man Stroh und Spreu legte, Poll. 7, 116. – Nach Hesych. auch = μολγός.
Greek (Liddell-Scott)
μόργος: ὁ, περίφραγμα ὑπὲρ τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον ὅπως προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, Πολυδ. Ζ΄, 116· πρβλ. μοργεύω. ΙΙ. σκύτινον τεῦχος, ἀγγεῖον ἐκ δέρματος βοός, Ἡσύχ.