ῥόδον: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(13_6a) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] τό, die <b class="b2">Rose</b>; zuerst H. h. Cer. 6; Theogn. 537; φοινίκεα, Pind. I. 3, 36; ῥόδοις ἐστεφανωμένος, Ar. Equ. 961, der auch ῥόδα μ' εἴρηκας verbindet, Nubb. 900; Folgde; auch in Prosa überall; der Rosengarten, Coluth. 341. – Auch die weibliche Schaam, κόραι τὰ ῥόδα κεκαρμέναι, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 b. – Um ῥοδέεσσι bei Ap. Rh. 3, 1020 zu erklären, hat man auch einen nom. τὸ ῥόδος angenommen. – S. [[ῥοδέα]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] τό, die <b class="b2">Rose</b>; zuerst H. h. Cer. 6; Theogn. 537; φοινίκεα, Pind. I. 3, 36; ῥόδοις ἐστεφανωμένος, Ar. Equ. 961, der auch ῥόδα μ' εἴρηκας verbindet, Nubb. 900; Folgde; auch in Prosa überall; der Rosengarten, Coluth. 341. – Auch die weibliche Schaam, κόραι τὰ ῥόδα κεκαρμέναι, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 b. – Um ῥοδέεσσι bei Ap. Rh. 3, 1020 zu erklären, hat man auch einen nom. τὸ ῥόδος angenommen. – S. [[ῥοδέα]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥόδον''': τό, κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. πληθ. ῥοδέεσι ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ.΄ 1020· ― «τριαντάφυλλον», Λατ. rosa, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 6, Θέογν. 537, Πινδ. Ι. 4. 31, Ἡρόδ. 8. 138· ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ [[βρόδον]], Σαπφὼ 19· ― μεταφορ., ῥόδα μ’ εἴρηκας, μὲ τριαντάφυλλα μὲ ἐστόλισες, Ἀριστοφ. Νεφ. 910· πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις [[αὐτόθι]] 1330· παροιμ., ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 6. 2) = [[ῥοδωνιά]], Κόλουθ. 348. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], κόραι [[ἀρτίως]] ἡβυλλιῶσαι καὶ, τὰ ῥόδα κεκαρμέναι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 29· οὕτω [[ῥοδωνιά]], Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 5· ῥοδὼν Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10· πρβλ. Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:25, 5 August 2017
English (LSJ)
τό, metaplast. dat. pl. ῥοδέεσσι v.l. in A.R.3.1020:—
A rose, first in h.Cer.6, cf. Thgn.537, Pi.I.4(3).18(36), Hdt.8.138, IG12.289; Aeol. βρόδον (q.v.); mostly of Rosa gallica, red rose, Thphr.HP6.6.4, etc.; ῥ. ἑκατοντάφυλλον, Rosa centifolia, cabbage rose, ibid.; ῥ. ἄγριον, Rosa dumetorum, wild rose, ib.6.2.1: metaph., ῥόδα μ' εἴρηκας you've spoken roses of me, have said all things sweet and beautiful, Ar.Nu.910; πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις ib.1330: prov., ὗς διὰ ῥόδων 'a bull in a china shop', Crates Com.4. 2 = ῥοδωνιά, Coluth.348. II Ῥόδα, τά,= ῥοδισμός, Rev.Hist.Rel.97.275 (Bulgaria). III pudenda muliebria, Pherecr.108.29.
German (Pape)
[Seite 846] τό, die Rose; zuerst H. h. Cer. 6; Theogn. 537; φοινίκεα, Pind. I. 3, 36; ῥόδοις ἐστεφανωμένος, Ar. Equ. 961, der auch ῥόδα μ' εἴρηκας verbindet, Nubb. 900; Folgde; auch in Prosa überall; der Rosengarten, Coluth. 341. – Auch die weibliche Schaam, κόραι τὰ ῥόδα κεκαρμέναι, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 b. – Um ῥοδέεσσι bei Ap. Rh. 3, 1020 zu erklären, hat man auch einen nom. τὸ ῥόδος angenommen. – S. ῥοδέα.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόδον: τό, κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. πληθ. ῥοδέεσι ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ.΄ 1020· ― «τριαντάφυλλον», Λατ. rosa, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 6, Θέογν. 537, Πινδ. Ι. 4. 31, Ἡρόδ. 8. 138· ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ βρόδον, Σαπφὼ 19· ― μεταφορ., ῥόδα μ’ εἴρηκας, μὲ τριαντάφυλλα μὲ ἐστόλισες, Ἀριστοφ. Νεφ. 910· πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις αὐτόθι 1330· παροιμ., ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 6. 2) = ῥοδωνιά, Κόλουθ. 348. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, κόραι ἀρτίως ἡβυλλιῶσαι καὶ, τὰ ῥόδα κεκαρμέναι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 29· οὕτω ῥοδωνιά, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 5· ῥοδὼν Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10· πρβλ. Ἡσύχ.