ἔ: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
(13_4) |
(6_6) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0697.png Seite 697]] gew. doppelt ἒ ἔ, oder viermal, VLL. [[ἐπίῤῥημα]] σχετλιαστικόν, Ausruf des Schmerzes u. der Trauer, weh! weh! Tragg., wie Aesch. Ag. 1085; Soph. O. C. 147 u. sonst; in den mss. oft mit spir. asper, wie es auch Bekk. Ar. Vesp. 316 schreibt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0697.png Seite 697]] gew. doppelt ἒ ἔ, oder viermal, VLL. [[ἐπίῤῥημα]] σχετλιαστικόν, Ausruf des Schmerzes u. der Trauer, weh! weh! Tragg., wie Aesch. Ag. 1085; Soph. O. C. 147 u. sonst; in den mss. oft mit spir. asper, wie es auch Bekk. Ar. Vesp. 316 schreibt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔ''': ἔ, ἢ επαναλαμβανόμενον ἔ ἔ ἔ ἔ, [[ἐπιφώνημα]] πόνου ἢ θλίψεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1114, κτλ. Τὸ ὅτι απαντᾷ [[πάντοτε]] διπλοῦν, [[εἴτε]] [[ἅπαξ]], [[εἴτε]] δίς, [[εἶναι]] [[ἀπόδειξις]] ὅτι ὁ ὀρθὸς [[τρόπος]] τῆς γραφῆς [[αὐτοῦ]] [[εἶναι]] ἐέ (ὡς ἐν τοῖς παλαιοτάτοις χειρογρ., [[οἷον]] τῷ Μεδικείῳ τοῦ Αἰσχύλ, καὶ τοῦ Σοφ.), ἢ ([[ἔνθα]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ ἴαμβον) ἐή, ὡς ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., ἴδε Δινδ. Αἰσχύλ. Θήβ. 966. Παρομοίως τὸ αἲ αἴ ἢ αἷ αἶ διωρθώδη ἤδη εἰς [[αἰαῖ]], ἐπὶ τῇ μαρτυρίᾳ τιῦ Ἡρωδιανοῦ π. μον. λέξ. σ. 27.13. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 697] gew. doppelt ἒ ἔ, oder viermal, VLL. ἐπίῤῥημα σχετλιαστικόν, Ausruf des Schmerzes u. der Trauer, weh! weh! Tragg., wie Aesch. Ag. 1085; Soph. O. C. 147 u. sonst; in den mss. oft mit spir. asper, wie es auch Bekk. Ar. Vesp. 316 schreibt.
Greek (Liddell-Scott)
ἔ: ἔ, ἢ επαναλαμβανόμενον ἔ ἔ ἔ ἔ, ἐπιφώνημα πόνου ἢ θλίψεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1114, κτλ. Τὸ ὅτι απαντᾷ πάντοτε διπλοῦν, εἴτε ἅπαξ, εἴτε δίς, εἶναι ἀπόδειξις ὅτι ὁ ὀρθὸς τρόπος τῆς γραφῆς αὐτοῦ εἶναι ἐέ (ὡς ἐν τοῖς παλαιοτάτοις χειρογρ., οἷον τῷ Μεδικείῳ τοῦ Αἰσχύλ, καὶ τοῦ Σοφ.), ἢ (ἔνθα τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ἴαμβον) ἐή, ὡς ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., ἴδε Δινδ. Αἰσχύλ. Θήβ. 966. Παρομοίως τὸ αἲ αἴ ἢ αἷ αἶ διωρθώδη ἤδη εἰς αἰαῖ, ἐπὶ τῇ μαρτυρίᾳ τιῦ Ἡρωδιανοῦ π. μον. λέξ. σ. 27.13.