καταπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
(13_6b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] att. -[[πλάττω]] (s. [[πλάσσω]]), bestreichen, beschmieren; ὄξει [[διέμενος]] κατέπλασεν [[αὐτοῦ]] τὰ βλέφαρα Ar. Plut. 721; κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Her. 2, 70; auch im med., 2, 85; mit doppeltem accusat., τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται [[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]], sie bestreichen damit den ganzen Körper, 4, 75. – Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ, geschminkt, Ar. Eccl. 878; vgl. τὸ [[πρόσωπον]] [[ἅπαν]] ψιμύθῳ κατάπλαττε Luc. ep. 6 (XI, 408); a. Sp., bes. mit Salben, Pflastern bestreichen. – Davon [[καταπλαστός]], darauf gestrichen, [[φάρμακον]], Pflaster, Ar. Plut. 717; übertr., geschminkt, affektirt, Plut. de audit. 8 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] att. -[[πλάττω]] (s. [[πλάσσω]]), bestreichen, beschmieren; ὄξει [[διέμενος]] κατέπλασεν [[αὐτοῦ]] τὰ βλέφαρα Ar. Plut. 721; κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Her. 2, 70; auch im med., 2, 85; mit doppeltem accusat., τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται [[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]], sie bestreichen damit den ganzen Körper, 4, 75. – Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ, geschminkt, Ar. Eccl. 878; vgl. τὸ [[πρόσωπον]] [[ἅπαν]] ψιμύθῳ κατάπλαττε Luc. ep. 6 (XI, 408); a. Sp., bes. mit Salben, Pflastern bestreichen. – Davon [[καταπλαστός]], darauf gestrichen, [[φάρμακον]], Pflaster, Ar. Plut. 717; übertr., geschminkt, affektirt, Plut. de audit. 8 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''καταπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πλάσω ᾰ·- [[ἐπιχρίω]], [[ἐπαλείφω]], [[καλύπτω]] μέ τι, κατ’ ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Ἡρόδ. 2, 70· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5· ὄξει τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721· κηρῷ τὰ ὦτα Πλούτ. 2, 15D.- Παθ., ψιμυθίῳ καταπεπλασμένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878· καὶ ἀπολ., καταπεπλασμένος Πλούτ. 2. 724· κηρῷ Ἀριτσ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9·- τὸ [[πρόσωπον]] ἅπαν ψιμυθίῳ κ. Λουκ. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 11. 408.- Μέσ., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν, [[ἐπιχρίω]] τὴν ἰδίαν μου κεφαλήν, Ἡρόδ. 2, 85· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., «οἱ τιτᾶνες καταπλασάμενοι γύψῳ ἐπὶ τῷ μὴ γνώριμοι γενέσθαι» Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀπομάττειν· [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., τοῦτο καταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]], τοῦτο ἐπαλείφουσιν εἰς ὅλον τὸ σῶμά των, Ἡρόδ. 4. 75. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, [[ἐφαρμόζω]] [[κατάπλασμα]], διὰ καταπλάσματος [[ἰατρεύω]], συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ καταιονᾶν καὶ καταντλεῖν, Διοσκ. ὑπαλειφόμενα ἢ καταπλαττόμενα Πλουτ. Ἠθ. 561· ὁ φακὸς καταπλαττόμενος καθ’ ἑαυτὸν καὶ σὺν τῷ ἀλφίτῳ Διοσκ. 4, 87. 3) μεταφ., καταπεπλασμένος= καταπλαστὸς ΙΙ, Ἀριστείδ. 2, 388·- τὸ κατ., ὁ τεχνητὸς [[ἦχος]] ὁ παραγόμενος διὰ τῆς ἐμφράξεως τῶν ὑψηλοτέρων φθόγγων τοῦ αὐλοῦ, ἴδε Quintil. 1. 11, 7. 4) [[πλαστός]], ψευδής, ὁ [[Πολυδ]]. Δ΄, 48, μνημονεύει τούτου ἐπὶ τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ σοφιστοῦ.
}}
}}

Revision as of 11:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλάσσω Medium diacritics: καταπλάσσω Low diacritics: καταπλάσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: kataplássō Transliteration B: kataplassō Transliteration C: kataplasso Beta Code: katapla/ssw

English (LSJ)

Att. καταπλάττω, fut. -πλάσω [ᾰ],

   A plaster over, πηλῷ κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.70, cf. Arist.HA612a18; ὄξει τὰ βλέφαρα Ar.Pl. 721; τὰ ὦτα κηρῷ Plu.2.15d:—Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ Ar. Ec.878; κηρῷ Arist.HA624a13:—Med., τὴν κεφαλὴν κατ' ὦν ἐπλάσατο plastered her own head, Hdt.2.85, cf. D.S.1.72,91; τοῦτο καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα this they plaster over their whole body, Hdt.4.75:—Pass., καταπλαττομένων ἢ ἐπιπλαττομένων Phld.Mus. p.52K.    2 Medic., plaster or poultice, Hp.VC13, al.; also, apply as a plaster or poultice, in Pass., Dsc.4.87,88: metaph., c. gen., θεὸς κ. τῶν ψυχῆς τραυμάτων Ph.1.455.    3 metaph., καταπεπλασμένος, = καταπλαστός 11, Aristid.Or.28(49).101; τὸ κ. the artificial sound produced by stopping the higher notes in a flute, Quint.1.11.6.

German (Pape)

[Seite 1370] att. -πλάττω (s. πλάσσω), bestreichen, beschmieren; ὄξει διέμενος κατέπλασεν αὐτοῦ τὰ βλέφαρα Ar. Plut. 721; κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Her. 2, 70; auch im med., 2, 85; mit doppeltem accusat., τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα, sie bestreichen damit den ganzen Körper, 4, 75. – Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ, geschminkt, Ar. Eccl. 878; vgl. τὸ πρόσωπον ἅπαν ψιμύθῳ κατάπλαττε Luc. ep. 6 (XI, 408); a. Sp., bes. mit Salben, Pflastern bestreichen. – Davon καταπλαστός, darauf gestrichen, φάρμακον, Pflaster, Ar. Plut. 717; übertr., geschminkt, affektirt, Plut. de audit. 8 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πλάσω ᾰ·- ἐπιχρίω, ἐπαλείφω, καλύπτω μέ τι, κατ’ ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Ἡρόδ. 2, 70· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5· ὄξει τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721· κηρῷ τὰ ὦτα Πλούτ. 2, 15D.- Παθ., ψιμυθίῳ καταπεπλασμένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878· καὶ ἀπολ., καταπεπλασμένος Πλούτ. 2. 724· κηρῷ Ἀριτσ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9·- τὸ πρόσωπον ἅπαν ψιμυθίῳ κ. Λουκ. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 11. 408.- Μέσ., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν, ἐπιχρίω τὴν ἰδίαν μου κεφαλήν, Ἡρόδ. 2, 85· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., «οἱ τιτᾶνες καταπλασάμενοι γύψῳ ἐπὶ τῷ μὴ γνώριμοι γενέσθαι» Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀπομάττειν· μετὰ διπλ. αἰτ., τοῦτο καταπλάσσονται ὅλον τὸ σῶμα, τοῦτο ἐπαλείφουσιν εἰς ὅλον τὸ σῶμά των, Ἡρόδ. 4. 75. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, ἐφαρμόζω κατάπλασμα, διὰ καταπλάσματος ἰατρεύω, συνάπτεται μετὰ τοῦ καταιονᾶν καὶ καταντλεῖν, Διοσκ. ὑπαλειφόμενα ἢ καταπλαττόμενα Πλουτ. Ἠθ. 561· ὁ φακὸς καταπλαττόμενος καθ’ ἑαυτὸν καὶ σὺν τῷ ἀλφίτῳ Διοσκ. 4, 87. 3) μεταφ., καταπεπλασμένος= καταπλαστὸς ΙΙ, Ἀριστείδ. 2, 388·- τὸ κατ., ὁ τεχνητὸς ἦχος ὁ παραγόμενος διὰ τῆς ἐμφράξεως τῶν ὑψηλοτέρων φθόγγων τοῦ αὐλοῦ, ἴδε Quintil. 1. 11, 7. 4) πλαστός, ψευδής, ὁ Πολυδ. Δ΄, 48, μνημονεύει τούτου ἐπὶ τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ σοφιστοῦ.