σκαμωνία: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(13_3)
(37)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] ἡ, eine Pflanze, eine Art Winde, aus deren Wurzel ein abführender Saft bereitet ward, [[ὀπός]], Antiphan. b. Ath. I, 28 c; Diosc.; bei Nic. auch [[κάμων]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] ἡ, eine Pflanze, eine Art Winde, aus deren Wurzel ein abführender Saft bereitet ward, [[ὀπός]], Antiphan. b. Ath. I, 28 c; Diosc.; bei Nic. auch [[κάμων]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] φυτού [[κατά]] τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η [[σκαμμωνία]] και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[περικοκλάδα]] ή [[περιπλοκάδα]], από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. [[σκαμμώνιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωνία</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαδ</i>-<i>ωνία</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμωνία Medium diacritics: σκαμωνία Low diacritics: σκαμωνία Capitals: ΣΚΑΜΩΝΙΑ
Transliteration A: skamōnía Transliteration B: skamōnia Transliteration C: skamonia Beta Code: skamwni/a

English (LSJ)

σκαμώνειον,

   A v. σκαμμωνία.

German (Pape)

[Seite 889] ἡ, eine Pflanze, eine Art Winde, aus deren Wurzel ein abführender Saft bereitet ward, ὀπός, Antiphan. b. Ath. I, 28 c; Diosc.; bei Nic. auch κάμων.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. σκαμμώνιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει επίθημα -ωνία, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. μαδ-ωνία)].