σωρείτης: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(13_2) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] ὁ, gehäuft, haufenweise; bes. hieß ein Trugschluß in der Dialektik συλλογισμὸς [[σωρείτης]], der Häufelschluß, sorites, Luc. Conv. 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] ὁ, gehäuft, haufenweise; bes. hieß ein Trugschluß in der Dialektik συλλογισμὸς [[σωρείτης]], der Häufelschluß, sorites, Luc. Conv. 23. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σωρείτης''': -ου, ὁ ἐπισωρευθείς· ἐν τῇ Λογικῇ, ὁ [[σωρείτης]] [[[συλλογισμός]]], sorites, σωρὸς συλλογισμῶν καθ’ ὃν τὸ [[συμπέρασμα]] τοῦ ἡγουμένου συλλογισμοῦ λαμβάνεται ὡς μείζων τοῦ ἑπομένου, Κικ. Acad. 5. 16, Λουκ. Συμπ. 23, κλπ.· ἐκαλεῖτο δὲ ἐν τῇ δημώδει Λατ. acervus, Ὁρατ. Ἐπ. 2. 1, 47, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182. - Ὁ [[τύπος]] [[σωρίτης]] [[εἶναι]] κοινὸς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ ἅπασι τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσι διορθωτέον τὸν ὀρθὸν τύπον [[σωρείτης]], ὡς καὶ τὰ [[σωρειτικός]], [[σωρεῖτις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 5 August 2017
English (LSJ)
σωρ-ειτικός,
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, gehäuft, haufenweise; bes. hieß ein Trugschluß in der Dialektik συλλογισμὸς σωρείτης, der Häufelschluß, sorites, Luc. Conv. 23.
Greek (Liddell-Scott)
σωρείτης: -ου, ὁ ἐπισωρευθείς· ἐν τῇ Λογικῇ, ὁ σωρείτης [[[συλλογισμός]]], sorites, σωρὸς συλλογισμῶν καθ’ ὃν τὸ συμπέρασμα τοῦ ἡγουμένου συλλογισμοῦ λαμβάνεται ὡς μείζων τοῦ ἑπομένου, Κικ. Acad. 5. 16, Λουκ. Συμπ. 23, κλπ.· ἐκαλεῖτο δὲ ἐν τῇ δημώδει Λατ. acervus, Ὁρατ. Ἐπ. 2. 1, 47, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182. - Ὁ τύπος σωρίτης εἶναι κοινὸς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ ἅπασι τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσι διορθωτέον τὸν ὀρθὸν τύπον σωρείτης, ὡς καὶ τὰ σωρειτικός, σωρεῖτις.