σωρειτικός
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
English (LSJ)
v. σωριτικός.
Russian (Dvoretsky)
σωρειτικός: лог. имеющий характер сорита (ἀπορία Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
σωρειτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σωρείτην, σωρ. ἀπορία Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 80, Γαλην. τ. 7, σ. 183. - Ἐπίρρ., -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182, πρβλ. σωρείτης. - Παρὰ Σέξτ. τῷ Ἐμπ. π. Μ. 1. 68 καὶ 80, σωρικὴ ἀπορία εἶναι ἴσως ἁμάρτημα ἀντὶ σωρειτική.
Greek Monolingual
και σωριτικός, -ή, -όν, Α σωρείτης / σωρίτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωρείτη.