πλημμελέω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(13_6b)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] einen Fehler im Singen machen, übh. fehlen, ein Versehen machen, <b class="b2">sich vergehen</b>; Eur. Phoen. 1649; ofr bei Plat.; absolut, τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν, Critia. 106 b; [[μηδέν]], Soph. 242 b; τοιαῦτα, Phaed. 117 d; auch εἰσταῦτα, εἰς δίκην, Legg. VII, 813 c XII, 943 e; u. c. partic., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες, Rep. V, 480, [[περί]] τι, Antipho 3 γ 6; τῶν πρότερον ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους πεπλημμελημένων, Lys. 5, 37, bei dem es 9, 9 dem λοιδορεῖν entsvricht; εἰς τὸν Φίλιππον λόγῳ, Aesch. 1, 167; θεὸς ὑπό τινος πλημμελούμενος, Dem. 18, 155 (decret.); τὶ εἴς τινα, Pol. 15, 32, 7; Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] einen Fehler im Singen machen, übh. fehlen, ein Versehen machen, <b class="b2">sich vergehen</b>; Eur. Phoen. 1649; ofr bei Plat.; absolut, τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν, Critia. 106 b; [[μηδέν]], Soph. 242 b; τοιαῦτα, Phaed. 117 d; auch εἰσταῦτα, εἰς δίκην, Legg. VII, 813 c XII, 943 e; u. c. partic., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες, Rep. V, 480, [[περί]] τι, Antipho 3 γ 6; τῶν πρότερον ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους πεπλημμελημένων, Lys. 5, 37, bei dem es 9, 9 dem λοιδορεῖν entsvricht; εἰς τὸν Φίλιππον λόγῳ, Aesch. 1, 167; θεὸς ὑπό τινος πλημμελούμενος, Dem. 18, 155 (decret.); τὶ εἴς τινα, Pol. 15, 32, 7; Plut. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''πλημμελέω''': [[κάμνω]] [[σφάλμα]] μουσικὸν ἢ παραφωνίαν, πρβλ. [[πλημμέλεια]]. ΙΙ. μεταφορ., σφάλλομαι, πλανῶμαι, διαπράττω [[σφάλμα]], [[ἁμάρτημα]], τι = εἴς τι [[πρᾶγμα]], Εὐρ. Φοίν. 1650, Πλάτ. Φαίδων 117D, κ. ἀλλ.· τοὺς ἑκουσίως καὶ δι’ ὕβριν τι πλημμελοῦντας Δημ. 527. 27· [[περί]] τι Ἀντιφῶν 123. 10· εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 943E· εἴς τινα λόγῳ Αἰσχίν. 24. 3· [[μετὰ]] μετοχ., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες...; Πλάτ. Πολ. 480A, πρβλ. Σοφ. 244B. ― Παθ., πλημμελοῦμαι ὑπό τινος, [[πάσχω]] κακῶς ὑπό τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 275E, Ἰσοκρ. 89D, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 279. 11· κατ’ οὐδὲν ὑφ’ ἡμῶν πεπλημμελημένοι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 486.
}}
}}

Revision as of 09:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμελέω Medium diacritics: πλημμελέω Low diacritics: πλημμελέω Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΕΩ
Transliteration A: plēmmeléō Transliteration B: plēmmeleō Transliteration C: plimmeleo Beta Code: plhmmele/w

English (LSJ)

prop.

   A make a false note in music, but in usage, metaph., offend, err, τί πλημμελήσας; E.Ph.1655, cf. Pl.Phd.117e, al.; τοὺς ἑκουσίως καὶ δι' ὕβριν πλημμελοῦντας D.21.42; περί τι Antipho 3.3.6; παρὰ τοὺς νόμους Din.1.62; εἰς δίκην Pl.Lg.943e, cf. Rev.Phil.1929.142 (Iasos), POxy.1119.18 (iii A.D.); εἴς τινα τῷ λόγῳ Aeschin.1.167, cf. Phld.Ir.p.83 W.: c. part., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες . .; Pl.R.480a, cf. Sph. 244b : rarely c. acc., offend against, τὸν πάλαι προτετελευτηκότα D.S. 10.14:—Pass., τὰ εἰς ἀλλήλους πεπλημμελημένα Isoc.5.37; τὰ πλημμεληθέντα τῷ δήμῳ περὶ τοὺς στρατηγούς Plu.Arist.26; to be wronged or sinned against, Pl.Phdr.275e; ὑπό τινων Decr. ap. D.18.155; κατ' οὐδὲν ὑφ' ἡμῶν πεπλημμελημένοι Philipp.ib.166; ἐάν τι πλημμεληθῇ if anything goes wrong, Arist.PA664b29.

German (Pape)

[Seite 633] einen Fehler im Singen machen, übh. fehlen, ein Versehen machen, sich vergehen; Eur. Phoen. 1649; ofr bei Plat.; absolut, τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν, Critia. 106 b; μηδέν, Soph. 242 b; τοιαῦτα, Phaed. 117 d; auch εἰσταῦτα, εἰς δίκην, Legg. VII, 813 c XII, 943 e; u. c. partic., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες, Rep. V, 480, περί τι, Antipho 3 γ 6; τῶν πρότερον ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους πεπλημμελημένων, Lys. 5, 37, bei dem es 9, 9 dem λοιδορεῖν entsvricht; εἰς τὸν Φίλιππον λόγῳ, Aesch. 1, 167; θεὸς ὑπό τινος πλημμελούμενος, Dem. 18, 155 (decret.); τὶ εἴς τινα, Pol. 15, 32, 7; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμελέω: κάμνω σφάλμα μουσικὸν ἢ παραφωνίαν, πρβλ. πλημμέλεια. ΙΙ. μεταφορ., σφάλλομαι, πλανῶμαι, διαπράττω σφάλμα, ἁμάρτημα, τι = εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Φοίν. 1650, Πλάτ. Φαίδων 117D, κ. ἀλλ.· τοὺς ἑκουσίως καὶ δι’ ὕβριν τι πλημμελοῦντας Δημ. 527. 27· περί τι Ἀντιφῶν 123. 10· εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 943E· εἴς τινα λόγῳ Αἰσχίν. 24. 3· μετὰ μετοχ., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες...; Πλάτ. Πολ. 480A, πρβλ. Σοφ. 244B. ― Παθ., πλημμελοῦμαι ὑπό τινος, πάσχω κακῶς ὑπό τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 275E, Ἰσοκρ. 89D, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 279. 11· κατ’ οὐδὲν ὑφ’ ἡμῶν πεπλημμελημένοι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 486.