συνίσχω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(c2)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1027.png Seite 1027]] (s. [[ἴσχω]]), = [[συνέχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1027.png Seite 1027]] (s. [[ἴσχω]]), = [[συνέχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.
}}
{{ls
|lstext='''συνίσχω''': [[συνέχω]]· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, [[ὑποφέρω]], [[πάσχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.
}}
}}

Revision as of 10:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίσχω Medium diacritics: συνίσχω Low diacritics: συνίσχω Capitals: ΣΥΝΙΣΧΩ
Transliteration A: syníschō Transliteration B: synischō Transliteration C: synischo Beta Code: suni/sxw

English (LSJ)

   A = συνέχω, retain, PTeb.746.10 (iii B.C.):—Pass., to be retained or detained, PGrenf.2.14.13 (iii B.C.); to be afficted, νοσήμασιν Pl.Grg.479a.

German (Pape)

[Seite 1027] (s. ἴσχω), = συνέχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.

Greek (Liddell-Scott)

συνίσχω: συνέχω· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, ὑποφέρω, πάσχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.