ἀπολυπραγμόνητος: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(c2) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] der nicht viele Sachen treibt, sich nicht um Anderer Angelegenheiten kümmert, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] der nicht viele Sachen treibt, sich nicht um Anderer Angelegenheiten kümmert, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπολυπραγμόνητος''': -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν [[ἀναγκαῖον]] οἷς ἂν λέγῃ [[θεός]]· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' [[αὐτοῦ]] τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:47, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not meddled with, prob. in SIG399.24 (Delph.). Adv. -τως Hsch. s.v. ἀπεριέργως.
German (Pape)
[Seite 313] der nicht viele Sachen treibt, sich nicht um Anderer Angelegenheiten kümmert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολυπραγμόνητος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν ἀναγκαῖον οἷς ἂν λέγῃ θεός· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' αὐτοῦ τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως.