φάσκωλος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
(13_2)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] ὁ, ein lederner Beutel, Ränzel, Mantelsack, Ar. frg. 303 bei Ath. 6904; auch [[φάσκαλος]] geschrieben, Sp. S. das Vorige.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] ὁ, ein lederner Beutel, Ränzel, Mantelsack, Ar. frg. 303 bei Ath. 6904; auch [[φάσκαλος]] geschrieben, Sp. S. das Vorige.
}}
{{ls
|lstext='''φάσκωλος''': ὁ, [[σάκκος]] [[βύρσινος]], μικρὰ [[πήρα]], σακκίδιον, σακκοῦλα, [[βαλλάντιον]], Λατ. pasceolus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ― τὸ οὐδ. φάσκωλον, μνημονεύεται παρ’ Ἁρποκρ., Φωτ., Μεγ. Ἐτυμολ., [[ἴσως]] [[ἡμαρτημένως]]· ὑποκορ. φασκώλιον, τό, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 19, Δίων Χρυσ. 1. 241. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασκώλιον· [[βαλλάντιον]] [[δερμάτιον]]. [[φάσκωλος]] δὲ τὸ μέγα, εἰς ὃ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται». ― [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Ζ΄, 79 «φασκώλους δὲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ τῶν ἱματίων ἀγγεῖα καὶ θυλάκους», κατὰ δὲ Φώτιον: «φασκώλιον· ἱματιοφορεῖον· φάσκωλον δέ ἐστιν μαρσίπιον· φάσκωλον. [[πήρα]] τις [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο, ὡς Ἰσαῖος καὶ Λυσίας».
}}
}}

Revision as of 11:00, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάσκωλος Medium diacritics: φάσκωλος Low diacritics: φάσκωλος Capitals: ΦΑΣΚΩΛΟΣ
Transliteration A: pháskōlos Transliteration B: phaskōlos Transliteration C: faskolos Beta Code: fa/skwlos

English (LSJ)

ὁ,

   A leathern bag, wallet, scrip, Ar.Fr.319:—also φάσκωλον, τό, Lys.Fr.90 S., Is.Fr.171S.: a Dim. φασκώλιον, τό, Teles p.38 H., D.Chr.7.55, Ael.NA7.29, Gal.2.559, Agath.4.22 (Phot. and EM789.5 distinguish φασκώλιον bag from φάσκωλον purse).

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, ein lederner Beutel, Ränzel, Mantelsack, Ar. frg. 303 bei Ath. 6904; auch φάσκαλος geschrieben, Sp. S. das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

φάσκωλος: ὁ, σάκκος βύρσινος, μικρὰ πήρα, σακκίδιον, σακκοῦλα, βαλλάντιον, Λατ. pasceolus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ― τὸ οὐδ. φάσκωλον, μνημονεύεται παρ’ Ἁρποκρ., Φωτ., Μεγ. Ἐτυμολ., ἴσως ἡμαρτημένως· ὑποκορ. φασκώλιον, τό, Λυσίας παρ’ Ἁρποκρ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 19, Δίων Χρυσ. 1. 241. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασκώλιον· βαλλάντιον δερμάτιον. φάσκωλος δὲ τὸ μέγα, εἰς ὃ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται». ― Κατὰ Πολυδ. Ζ΄, 79 «φασκώλους δὲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ τῶν ἱματίων ἀγγεῖα καὶ θυλάκους», κατὰ δὲ Φώτιον: «φασκώλιον· ἱματιοφορεῖον· φάσκωλον δέ ἐστιν μαρσίπιον· φάσκωλον. πήρα τις οὕτως ἐκαλεῖτο, ὡς Ἰσαῖος καὶ Λυσίας».