ἐπανέχω: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(13_6a) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0902.png Seite 902]] (s. ἔχω), 1) dabei, dazu in die Höhe halten, dabei einnehmen; δᾷδες τὴν δευτέραν χώραν D. Sic. 17, 115; ertragen, τὰ οἰκεῖα [[πάθη]] τοῖς δημοσίοις, eigenes Leid noch außer dem öffentlichen ertragen, Plut. Dem. 22. – 2) Intr., ἐπὶ ταῖς παρ' ὑμῶν ἐπανέχοντες ἐλπίσιν Dem. 19, 51, sich an die Hoffnung lauf die von euch zu leistende Hülfe) haltend; τοῖς παρ' ἡμῶν πεμπομένοις ἐπαν., sich damit begnügend, Alciphr. 1, 38; – τοῖς βιβλίοις, sich daran halten, darauf legen, Artemid. 1, 12; a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0902.png Seite 902]] (s. ἔχω), 1) dabei, dazu in die Höhe halten, dabei einnehmen; δᾷδες τὴν δευτέραν χώραν D. Sic. 17, 115; ertragen, τὰ οἰκεῖα [[πάθη]] τοῖς δημοσίοις, eigenes Leid noch außer dem öffentlichen ertragen, Plut. Dem. 22. – 2) Intr., ἐπὶ ταῖς παρ' ὑμῶν ἐπανέχοντες ἐλπίσιν Dem. 19, 51, sich an die Hoffnung lauf die von euch zu leistende Hülfe) haltend; τοῖς παρ' ἡμῶν πεμπομένοις ἐπαν., sich damit begnügend, Alciphr. 1, 38; – τοῖς βιβλίοις, sich daran halten, darauf legen, Artemid. 1, 12; a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπανέχω''': μέλλ. -έξω, [[ἀναχαιτίζω]] τι, κρατῶ αὐτὸ [[ὀπίσω]] [[χάριν]] ἄλλου, τὰ οἰκεῖα [[πάθη]] τοῖς δημοσίοις ἐπανέχων Πλουτ. Δημ. 22, πρβλ. [[ἀνέχω]] Α. ΙΙ: ‒ Μέσ., [[ἀναλαμβάνω]], «τόν... πόλεμον... ἐπανέσχετο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἐπανέσχετο. 2) [[κατέχω]], [[ὑπεράνω]] δὲ τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῖχον χώραν δᾷδες πεντεκαιδεκαπήχεις Διόδ. 17. 115. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπ. τοῦ ἑαυτόν), ἐπὶ ταῖς παρ᾿ ὑμῶν ἐπανέχοντες ἐλπίσιν, ἐπιστηρίζοντες ἑαυτούς, δηλ. θαρροῦντες, ἐπαναπαυόμενοι, στέργοντες, Δημ. 357. 10· τοῖς παρ᾿ ἡμῶν γλίσχρως αὐτῇ πεμπομένοις ἐπανέχουσα, στέργουσα, μένουσα ηὐχαριστημένη, Ἀλκίφρων 1. 38. 2) (ἐξυπ. τὴν φρένα), προσηλώνω τὸν νοῦν μου, συγκεντρώνω τὰς σκέψεις μου εἴς τι, στηρίζομαι εἰς αὐτό, μὴ μόνον τοῖς βιβλίοις ἐπανέχειν Ἀρτεμίδ. 1. 12. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:53, 5 August 2017
English (LSJ)
A hold up, support, τὰ οἰκεῖα πάθη τοῖς δημοσίοις ἐπανέχων Plu.Dem.22:—Med., take upon oneself, τὸν πρὸς Γέτας πόλεμον Anon. ap.Suid.s.v. ἐπανέσχετο. 2 hold, χώραν D.S.17.115. II seemingly intr. (sc. ἑαυτόν), rest upon, ἐπὶ ταῖς ἐλπίσιν v.l. in D.19.51; to be contented with, τινί Alciphr.1.38; rely on, rest contented with, τοῖς βιβλίοις Artem.1.12; cf. ἐπαναπαύομαι. 2 c. dat., attend to, POxy.1033.6(iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 902] (s. ἔχω), 1) dabei, dazu in die Höhe halten, dabei einnehmen; δᾷδες τὴν δευτέραν χώραν D. Sic. 17, 115; ertragen, τὰ οἰκεῖα πάθη τοῖς δημοσίοις, eigenes Leid noch außer dem öffentlichen ertragen, Plut. Dem. 22. – 2) Intr., ἐπὶ ταῖς παρ' ὑμῶν ἐπανέχοντες ἐλπίσιν Dem. 19, 51, sich an die Hoffnung lauf die von euch zu leistende Hülfe) haltend; τοῖς παρ' ἡμῶν πεμπομένοις ἐπαν., sich damit begnügend, Alciphr. 1, 38; – τοῖς βιβλίοις, sich daran halten, darauf legen, Artemid. 1, 12; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανέχω: μέλλ. -έξω, ἀναχαιτίζω τι, κρατῶ αὐτὸ ὀπίσω χάριν ἄλλου, τὰ οἰκεῖα πάθη τοῖς δημοσίοις ἐπανέχων Πλουτ. Δημ. 22, πρβλ. ἀνέχω Α. ΙΙ: ‒ Μέσ., ἀναλαμβάνω, «τόν... πόλεμον... ἐπανέσχετο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἐπανέσχετο. 2) κατέχω, ὑπεράνω δὲ τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῖχον χώραν δᾷδες πεντεκαιδεκαπήχεις Διόδ. 17. 115. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπ. τοῦ ἑαυτόν), ἐπὶ ταῖς παρ᾿ ὑμῶν ἐπανέχοντες ἐλπίσιν, ἐπιστηρίζοντες ἑαυτούς, δηλ. θαρροῦντες, ἐπαναπαυόμενοι, στέργοντες, Δημ. 357. 10· τοῖς παρ᾿ ἡμῶν γλίσχρως αὐτῇ πεμπομένοις ἐπανέχουσα, στέργουσα, μένουσα ηὐχαριστημένη, Ἀλκίφρων 1. 38. 2) (ἐξυπ. τὴν φρένα), προσηλώνω τὸν νοῦν μου, συγκεντρώνω τὰς σκέψεις μου εἴς τι, στηρίζομαι εἰς αὐτό, μὴ μόνον τοῖς βιβλίοις ἐπανέχειν Ἀρτεμίδ. 1. 12.