ὁμοερκής: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
(13_2)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] ές, in demselben Gehäge, Gehöfte, Sol. bei Poll. 6, 156, der das Wort tadelt. – B. A. 286 sind ὁμοερκεῖς κίονες erkl. οἱ τῶν μετάλλων κίονες.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] ές, in demselben Gehäge, Gehöfte, Sol. bei Poll. 6, 156, der das Wort tadelt. – B. A. 286 sind ὁμοερκεῖς κίονες erkl. οἱ τῶν μετάλλων κίονες.
}}
{{ls
|lstext='''ὁμοερκής''': -ές, ὁ ὑφ’ ἓν [[ἕρκος]] μένων, τουτέστιν ὑπὸ τὸν αὐτὸν περίβολον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὁμοερκές, Σόλων παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 156· ὁμ. κίονες ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς μεταλλείοις στύλων, ὡς τὸ μεσοκρινεῖς, Α. Β. 286· ― [[ὡσαύτως]] [[ὁμοείρκτης]], ου, ὁ, «[[ὁμότοιχος]]· ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους» Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.
}}
}}

Revision as of 11:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοερκής Medium diacritics: ὁμοερκής Low diacritics: ομοερκής Capitals: ΟΜΟΕΡΚΗΣ
Transliteration A: homoerkḗs Transliteration B: homoerkēs Transliteration C: omoerkis Beta Code: o(moerkh/s

English (LSJ)

ές,

   A within the same house or prison, Sol. ap. Poll.6.156, Din.Fr.84 S. ; ὁ. κίονες, of pillars in mines, like μεσοκρινεῖς, AB286 :—also ὁμο-ειρκτής, οῦ, ὁ, Phot.

German (Pape)

[Seite 334] ές, in demselben Gehäge, Gehöfte, Sol. bei Poll. 6, 156, der das Wort tadelt. – B. A. 286 sind ὁμοερκεῖς κίονες erkl. οἱ τῶν μετάλλων κίονες.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοερκής: -ές, ὁ ὑφ’ ἓν ἕρκος μένων, τουτέστιν ὑπὸ τὸν αὐτὸν περίβολον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὁμοερκές, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 156· ὁμ. κίονες ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς μεταλλείοις στύλων, ὡς τὸ μεσοκρινεῖς, Α. Β. 286· ― ὡσαύτως ὁμοείρκτης, ου, ὁ, «ὁμότοιχος· ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους» Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.