ἐργαστήριον: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1019.png Seite 1019]] τό, jeder Ort, in dem etwas Bestimmtes gethan wird, Werkstatt, Fabrik, Is. 3, 22; μαχαιροποιῶν Plut. de gen. Socr. 33; Hüttenwerk, Dem. 37, 4; Laden, Ar. Equ. 744; καὶ καπηλεῖα Luc. Nigr. 25; Barbierstube, Plut.; Bordell, ἐπ' ἐργαστηρίου καθῆσθαι Dem. 49, 67; Alciphr. 3, 27. Uebertr., πάντες τὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥςτε τὴν πόλιν [[ὄντως]] πολέμου ἐργ. εἶναι, eine Werkstätte des Krieges, Xen. Hell. 3, 4, 17; – σ υκοφαντῶν κατασκευάσας Dem. 39, 2, eine Rotte von Sykophanten, vgl. 40, 9; πειρατικόν, Seeräuberbande, Heliod. 5, 20. Eigtl. neutr. von | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1019.png Seite 1019]] τό, jeder Ort, in dem etwas Bestimmtes gethan wird, Werkstatt, Fabrik, Is. 3, 22; μαχαιροποιῶν Plut. de gen. Socr. 33; Hüttenwerk, Dem. 37, 4; Laden, Ar. Equ. 744; καὶ καπηλεῖα Luc. Nigr. 25; Barbierstube, Plut.; Bordell, ἐπ' ἐργαστηρίου καθῆσθαι Dem. 49, 67; Alciphr. 3, 27. Uebertr., πάντες τὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥςτε τὴν πόλιν [[ὄντως]] πολέμου ἐργ. εἶναι, eine Werkstätte des Krieges, Xen. Hell. 3, 4, 17; – σ υκοφαντῶν κατασκευάσας Dem. 39, 2, eine Rotte von Sykophanten, vgl. 40, 9; πειρατικόν, Seeräuberbande, Heliod. 5, 20. Eigtl. neutr. von | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐργαστήριον''': τὸ, [[τόπος]] ἐν ᾧ γίνεται [[ἐργασία]], [[ἐργαστήριον]] ἢ [[ἐργοστάσιον]] [[ἔνθα]] τὴν ἐργασίαν ἐτέλουν δοῦλοι, Ἡρόδ. 4. 14, Λυσ. 120. 44, Ἰσαῖος 40. 11 κἑξ.. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9 κ. ἀλλ.· [[μεταλλεῖον]], [[λατομεῖον]], [[αὐτόθι]] 162. 6, Δημ. 967. 17 κἑξ.· κρεοπωλεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 744· [[κουρεῖον]], Πλούτ. 2. 973Β, πρβλ. Perizon, ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12· κατ’ εὐφημισμόν, [[χαμαιτυπεῖον]], Δημ. 1367. 26 (ἴδε [[ἐργάζομαι]] ΙΙ. 6). 2) μεταφ., τὴν πόλιν [[ὄντως]] [[εἶναι]] πολέμου ἐργ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17· συκοφαντῶν ἐργ., ὁμὰς συκοφαντῶν, Δημ. 995. 8, πρβλ. 1010. 25. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:46, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A any place in which work is done : workshop, manufactory, Hdt.4.14, Lys.12.8, IG22.1013.9 ; attached to a mine, ib.1582.58, al., D.37.4, Is.3.22 ; butcher's shop, Ar.Eq.744 ; perfumer's shop, Hyp.Ath.6 ; barber's shop, Plu.2.973b ; μισθώσασθαι ἐ. πρὸς ἄνοιξιν καπηλείου POxy.2109.31 (iii A.D.); euphem. for a brothel, D.59.67, Alciphr.Fr.5.1. 2 metaph., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐ. X.HG3.4.17 ; λόγων ἐ. Lib.Or.55.34. b of persons, gang, συκοφαντῶν ἐ. D.39.2,40.9 ; πειρατικὸν ἐ. Hld.5.20. c as Adj., φάρμακον ἐ. τινός Sch.S.Tr.846.
German (Pape)
[Seite 1019] τό, jeder Ort, in dem etwas Bestimmtes gethan wird, Werkstatt, Fabrik, Is. 3, 22; μαχαιροποιῶν Plut. de gen. Socr. 33; Hüttenwerk, Dem. 37, 4; Laden, Ar. Equ. 744; καὶ καπηλεῖα Luc. Nigr. 25; Barbierstube, Plut.; Bordell, ἐπ' ἐργαστηρίου καθῆσθαι Dem. 49, 67; Alciphr. 3, 27. Uebertr., πάντες τὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥςτε τὴν πόλιν ὄντως πολέμου ἐργ. εἶναι, eine Werkstätte des Krieges, Xen. Hell. 3, 4, 17; – σ υκοφαντῶν κατασκευάσας Dem. 39, 2, eine Rotte von Sykophanten, vgl. 40, 9; πειρατικόν, Seeräuberbande, Heliod. 5, 20. Eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
ἐργαστήριον: τὸ, τόπος ἐν ᾧ γίνεται ἐργασία, ἐργαστήριον ἢ ἐργοστάσιον ἔνθα τὴν ἐργασίαν ἐτέλουν δοῦλοι, Ἡρόδ. 4. 14, Λυσ. 120. 44, Ἰσαῖος 40. 11 κἑξ.. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9 κ. ἀλλ.· μεταλλεῖον, λατομεῖον, αὐτόθι 162. 6, Δημ. 967. 17 κἑξ.· κρεοπωλεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 744· κουρεῖον, Πλούτ. 2. 973Β, πρβλ. Perizon, ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12· κατ’ εὐφημισμόν, χαμαιτυπεῖον, Δημ. 1367. 26 (ἴδε ἐργάζομαι ΙΙ. 6). 2) μεταφ., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐργ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17· συκοφαντῶν ἐργ., ὁμὰς συκοφαντῶν, Δημ. 995. 8, πρβλ. 1010. 25.