μεσεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(13_2)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] in der Mitte sein, liegen, die Mitte halten; ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν, Plat. Legg. VI, 756 e; Xen. Hell. 7, 1, 48; Arist. pol. 7, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] in der Mitte sein, liegen, die Mitte halten; ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν, Plat. Legg. VI, 756 e; Xen. Hell. 7, 1, 48; Arist. pol. 7, 7.
}}
{{ls
|lstext='''μεσεύω''': ὡς τὸ [[μεσόω]], εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ, [[κατέχω]] τὸ [[μέσον]] μεταξὺ δύο, [[μετὰ]] γεν., Πλάτ. Νόμ. 756Ε, Νουμήνιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 729Α. 2) ἀπολ., ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ, μ. κατὰ τοὺς τόπους Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3· [[μένω]] [[οὐδέτερος]], Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 43.
}}
}}

Revision as of 10:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεύω Medium diacritics: μεσεύω Low diacritics: μεσεύω Capitals: ΜΕΣΕΥΩ
Transliteration A: meseúō Transliteration B: meseuō Transliteration C: meseyo Beta Code: meseu/w

English (LSJ)

   A keep the middle or mean between two, c. gen., Pl.Lg.756e; Πλάτων μεσεύων Πυθαγόρου καὶ Σωκράτους, τοῦ μὲν δημοτικώτερος τοῦ δὲ σεμνότερος ὤφθη Numen. ap. Eus.PE14.5.    2 abs., stand midway, μ. κατὰ τοὺς τόπους Arist.Pol.1327b29.    b to be neutral, X. HG7.1.43, D.C.41.46.

German (Pape)

[Seite 137] in der Mitte sein, liegen, die Mitte halten; ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν, Plat. Legg. VI, 756 e; Xen. Hell. 7, 1, 48; Arist. pol. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεύω: ὡς τὸ μεσόω, εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ, κατέχω τὸ μέσον μεταξὺ δύο, μετὰ γεν., Πλάτ. Νόμ. 756Ε, Νουμήνιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 729Α. 2) ἀπολ., ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ, μ. κατὰ τοὺς τόπους Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3· μένω οὐδέτερος, Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 43.