ὑπέρβασις: Difference between revisions
(13_3) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] εως, ἡ, das Ueberschreiten, bes. die Uebertretung eines Gesetzes. – Bei den Gramm. = [[ὑπέρβατον]]. – Bei Pol. 4, 19, 8 erkl. man es = [[ὑπερβίβασις]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] εως, ἡ, das Ueberschreiten, bes. die Uebertretung eines Gesetzes. – Bei den Gramm. = [[ὑπέρβατον]]. – Bei Pol. 4, 19, 8 erkl. man es = [[ὑπερβίβασις]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπέρβᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, διέρχεσθαι [[ὑπεράνω]], Κλήμ. Ἀλεξ. 854· - διάβασις ὀρέων, Στράβ. 209· διάβασις [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὑπεράνω]] ἐρήμου, ὁ αὐτ. 759. 2) ἐπὶ μεταστάσεως ἄρθρου τοῦ δακτύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839. ΙΙ. μεταφορ., [[παράβασις]], [[ἁμάρτημα]], Θέογνις 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑπέρβασις]], [[ἀδικία]]. [[κόρος]]. [[ἁμαρτία]]. [[ὑπερηφανία]]. [[παράβασις]] ὅρκων». ΙΙΙ. ἐνεργ. = [[ὑπερβίβασις]] (εἰ μὴ αὐτὸ τοῦτο [[ἀναγνωστέον]]), Πολύβ. 4. 19, 8. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:53, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a passing over, ὄρη μόλις ἁμάξῃ μιᾷ καὶ ὀρικῷ ζεύγει τὴν ὑ. βιαζομένοις ξυγχωροῦντα Jul.Or.2.72a; a pass over mountains, Str.4.6.12; passage over a desert, Id.16.2.30. 2 overstepping, of a dislocated joint, Hp.Art.80. 3 καθ' ὑπέρβασιν, of bandaging which gives the appearance of winglets, Gal.18(1).790. 4 'jumping over' an intervening space, Phld.D.3.9. II metaph., transgression, Thgn.1247. III Act., = ὑπερβίβασις (nisi hoc legend.), transport across (the Isthmus), τῶν λέμβων Plb.4.19.8. 2 Rhet., transposition, Suid. s.v. Γοργίας (pl.).
German (Pape)
[Seite 1192] εως, ἡ, das Ueberschreiten, bes. die Uebertretung eines Gesetzes. – Bei den Gramm. = ὑπέρβατον. – Bei Pol. 4, 19, 8 erkl. man es = ὑπερβίβασις.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρβᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, διέρχεσθαι ὑπεράνω, Κλήμ. Ἀλεξ. 854· - διάβασις ὀρέων, Στράβ. 209· διάβασις ὑπεράνω τινός, ὑπεράνω ἐρήμου, ὁ αὐτ. 759. 2) ἐπὶ μεταστάσεως ἄρθρου τοῦ δακτύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839. ΙΙ. μεταφορ., παράβασις, ἁμάρτημα, Θέογνις 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβασις, ἀδικία. κόρος. ἁμαρτία. ὑπερηφανία. παράβασις ὅρκων». ΙΙΙ. ἐνεργ. = ὑπερβίβασις (εἰ μὴ αὐτὸ τοῦτο ἀναγνωστέον), Πολύβ. 4. 19, 8.