ἡδύχροος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(13_3)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1155.png Seite 1155]] zsgz. -χρους, ουν, von lieblicher Farbe, πρόσωπα Ep. ad. 711 (App. 287), a. Sp.; τὸ ἡδύχρουν ([[μύρον]]), eine Specerei, Sp., Cic. Tusc. 3, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1155.png Seite 1155]] zsgz. -χρους, ουν, von lieblicher Farbe, πρόσωπα Ep. ad. 711 (App. 287), a. Sp.; τὸ ἡδύχρουν ([[μύρον]]), eine Specerei, Sp., Cic. Tusc. 3, 19.
}}
{{ls
|lstext='''ἡδύχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων γλυκὺ [[χρῶμα]], μέτωπα Ἀνθ. Π. παραρτ. 287· ἡδύχρουν [[μύρον]], εὔοσμον [[μύρον]], Διοσκ. 1. 61· τὸ ἡδ. ἐν Ἀλεξ. Τραλλ., hedychrum Cic. Tusc. ΙΙ. ἡδύχρους ἢ ἡδύπνους, ὁ, ἀμνὸς [[γαλαθηνός]], σφαγεὶς πρὶν ἀπογαλακτισθῇ, agnus subrumus, «τὸ ἐν γάλακτι ὑπάρχον [[ἀρνίον]] καὶ [[μήπω]] γεγευμένον πόας, ὃ καὶ ἡδύπνουν λέγουσι» Φώτ., Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 11:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠχροος Medium diacritics: ἡδύχροος Low diacritics: ηδύχροος Capitals: ΗΔΥΧΡΟΟΣ
Transliteration A: hēdýchroos Transliteration B: hēdychroos Transliteration C: idychroos Beta Code: h(du/xroos

English (LSJ)

ον, contr. ἡδύχρους, ουν,

   A of sweet complexion, πρόσωπα IG14.2040.7; ἡδύχρουν μύρον a fragrant perfume, Dsc.1.58; τὸ ἡ. Androm. ap. Gal.14.52, Alex.Trall.7.3; hedychrum, Cic.Tusc.3.19.46.    II ἡδύχρους, also ἡδύπνους, ὁ, a lamb not yet weaned, Phot.

German (Pape)

[Seite 1155] zsgz. -χρους, ουν, von lieblicher Farbe, πρόσωπα Ep. ad. 711 (App. 287), a. Sp.; τὸ ἡδύχρουν (μύρον), eine Specerei, Sp., Cic. Tusc. 3, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων γλυκὺ χρῶμα, μέτωπα Ἀνθ. Π. παραρτ. 287· ἡδύχρουν μύρον, εὔοσμον μύρον, Διοσκ. 1. 61· τὸ ἡδ. ἐν Ἀλεξ. Τραλλ., hedychrum Cic. Tusc. ΙΙ. ἡδύχρους ἢ ἡδύπνους, ὁ, ἀμνὸς γαλαθηνός, σφαγεὶς πρὶν ἀπογαλακτισθῇ, agnus subrumus, «τὸ ἐν γάλακτι ὑπάρχον ἀρνίον καὶ μήπω γεγευμένον πόας, ὃ καὶ ἡδύπνουν λέγουσι» Φώτ., Ἡσύχ.