ἐπικοπή: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0951.png Seite 951]] ἡ, das Beschneiden, Köpfen der Bäume, Theophr.; der Schlag, neben τραύματα, Dio Cass. 49, 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0951.png Seite 951]] ἡ, das Beschneiden, Köpfen der Bäume, Theophr.; der Schlag, neben τραύματα, Dio Cass. 49, 29. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπικοπή''': ἡ, ἐπικοπὴ [[εἶναι]] [[ὅταν]] τις κόψῃ τοὺς κλάδους δένδρου καὶ καταλίπῃ μόνον τὸ [[στέλεχος]], «καλοῦσι δὲ ἐπικοπὴν [[ὅταν]] ἀφαιρεθείσης τῆς [[κόμης]] ἐπικόψῃ τις τὸ [[ἄκρον]]» Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5, 17, 3· μιᾶς ἐπικοπῆς, μὲ ἓν [[κτύπημα]], Δίων Κ. 38. 50., 49. 29. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cutting close, pollarding, of trees, Thphr.CP5.17.3. 2. cutting down, felling, μιᾶς ἐπικοπῆς εἶναι fall by a single blow, D.C.38.50, 49.29 (owing to f.l. in Th.5.103). 3. in building, dressing, trimming face of blocks of masonry, ἐπικόπτων τὰς ἐπικοπάς BCH35.43 (Delos), cf. IG 7.3073.71 (Lebad.); ἐ. στρωτήρων ib.4.1484.235 (Epid.). II. interruption, Philostr.VS2.30.
German (Pape)
[Seite 951] ἡ, das Beschneiden, Köpfen der Bäume, Theophr.; der Schlag, neben τραύματα, Dio Cass. 49, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικοπή: ἡ, ἐπικοπὴ εἶναι ὅταν τις κόψῃ τοὺς κλάδους δένδρου καὶ καταλίπῃ μόνον τὸ στέλεχος, «καλοῦσι δὲ ἐπικοπὴν ὅταν ἀφαιρεθείσης τῆς κόμης ἐπικόψῃ τις τὸ ἄκρον» Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5, 17, 3· μιᾶς ἐπικοπῆς, μὲ ἓν κτύπημα, Δίων Κ. 38. 50., 49. 29.