ἐκτρέπω: Difference between revisions
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
(13_7_1) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0783.png Seite 783]] abwenden, wegwenden, ablenken; κακὰ γᾶς, vom Lande, Aesch. Spt. 610; μηδ' ἐς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς, lenke nicht ab u. auf die Hel. hin, Ag. 1443, wie πρὸς ποίμνας Soph. Ai. 53; verhindern, abmahnen, τὴν δρῶσαν El. 342; ἐς ἄλλον Eur. Suppl. 483; θύρσοις ἀσπίδας, mit den Schilden vor Thyrsusstäben fliehen, Bacch. 787; τὸ [[ὕδωρ]] πρὸς τὴν Μαντινικήν, ableiten, Thuc. 5, 65; vgl. D. C. 35, 12. – Med., sich wegwenden u. wo anders hingehen, Her. 1, 104. 6, 34; ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο, sie gingen vom Wege ab u. setzten sich, Xen. An. 4, 5, 15; ἀπό τινος ἐπί τι, Plat. Soph. 222 a; [[πόθεν]] δεῦρο ἐξετραπόμεθα; Rep. VIII, 543 c, vgl. Phaedr. 229 a; Xen. An. 4, 5, 15; Einem ausweichen, aus dem Wege gehen, ihn vermeiden, εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Her. 2, 80; έκτρέπεταί με νῦν ἀπαντῶν Dem. 19, 225; neben μισῶ u. ἀποβάλλομαι Poll. 5, 114, u. so bes. Luc.; τὸν ἔλεγχον Pol. 35, 4, 14; εἰ δ' οὖν τι κἀκτρέποιτο τῶν [[πρόσθεν]] λόγων Soph. O. R. 851, läugnen. – Sp. auch = verändern, verwandeln; τῆς ἀριστοκρατίας εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπείσης Pol. 6, 4, 9. – Bei den Aerzten = verrenkt werden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0783.png Seite 783]] abwenden, wegwenden, ablenken; κακὰ γᾶς, vom Lande, Aesch. Spt. 610; μηδ' ἐς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς, lenke nicht ab u. auf die Hel. hin, Ag. 1443, wie πρὸς ποίμνας Soph. Ai. 53; verhindern, abmahnen, τὴν δρῶσαν El. 342; ἐς ἄλλον Eur. Suppl. 483; θύρσοις ἀσπίδας, mit den Schilden vor Thyrsusstäben fliehen, Bacch. 787; τὸ [[ὕδωρ]] πρὸς τὴν Μαντινικήν, ableiten, Thuc. 5, 65; vgl. D. C. 35, 12. – Med., sich wegwenden u. wo anders hingehen, Her. 1, 104. 6, 34; ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο, sie gingen vom Wege ab u. setzten sich, Xen. An. 4, 5, 15; ἀπό τινος ἐπί τι, Plat. Soph. 222 a; [[πόθεν]] δεῦρο ἐξετραπόμεθα; Rep. VIII, 543 c, vgl. Phaedr. 229 a; Xen. An. 4, 5, 15; Einem ausweichen, aus dem Wege gehen, ihn vermeiden, εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Her. 2, 80; έκτρέπεταί με νῦν ἀπαντῶν Dem. 19, 225; neben μισῶ u. ἀποβάλλομαι Poll. 5, 114, u. so bes. Luc.; τὸν ἔλεγχον Pol. 35, 4, 14; εἰ δ' οὖν τι κἀκτρέποιτο τῶν [[πρόσθεν]] λόγων Soph. O. R. 851, läugnen. – Sp. auch = verändern, verwandeln; τῆς ἀριστοκρατίας εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπείσης Pol. 6, 4, 9. – Bei den Aerzten = verrenkt werden. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκτρέπω''': Ἰων. -[[τράπω]]; μέλλ. -ψω, [[τρέπω]] τι ἔξω τοῦ δρόμου [[αὐτοῦ]], [[τρέπω]] πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], τοῦ ποταμοῦ τὸ [[ῥέεθρον]] Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 2. 11, Θουκ. 5. 65˙ μηδ’ εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1464, πρβλ. Θήβ. 628˙ τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ’ ἐς ἄλλον ἐκτρέπει Εὐρ. Ἱκ. 483˙ [[ἑαυτοῦ]] μιαρίαν εἴς τινα ἐκτρ. Ἀντιφῶν 119. 3˙ ἐκτρ. χεῖρα πρὸς ποίμνας Σοφ. Αἴ. 53: - Παθ. καὶ μέσ., τρέπομαι ἔξω τῆς πορείας μου, πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἐκτραπέσθαι ὁδὸν Ἡρόδ. 1. 104˙ ἀπόλ., ὁ αὐτ. 2. 80. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 22, κτλ.˙ [[μετὰ]] γεν., [[παρεκκλίνω]], τοῦ [[πρόσθεν]] λόγου Σοφ. Ο. Τ. 851˙ [[ὡσαύτως]], ἐκτ. ἐκ... Ἡρόδ. 1. 75˙ ἀπὸ... ἐπὶ Πλάτ. Σοφ. 222Α˙ [[πόθεν]] [[δεῦρο]] ἐξετραπόμεθα Πλάτ. Πολ. 543C. 2) [[διατάσσω]] τινὰ νὰ ἐξέλθῃ τῆς ὁδοῦ, προσπαθῶ νὰ τὸν ἐκβάλω διὰ τῆς βίας, [[κἀγὼ]] τὸν ἐκτρέποντα., [[παίω]] δι’ ὀργῆς Σοφ. Ο. Τ. 806. - Παθ. καὶ μέσ., ἐκτρέπεσθαί τινα, ἀποφεύγειν τινά, Δημ. 411. 12, πρβλ. Ἀριστ. Πλ. 837˙ ἐκτ. τι, ἀποφεύγειν ἢ βδελύσσεσθαί τι, Πολύβ. 35. 4, 14˙ μετ’ ἀπαρ., [[ἀποφεύγω]] νὰ πράξω τι, Ἀνθ. Π. 10. 56, 10. 3) τὴν δρῶσαν ἐκτρ., κωλύειν, Σοφ. Ἠλ. 350. 4) ἀσπίδας θύρσοισι βακχῶν ἐκτρέπειν, τρέπειν τὰς ἀσπίδας καὶ φεύγειν πρὸ τῶν θύρσων τῶν βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 799. ΙΙ. ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός, νὰ γυρίσῃ τις τὰ μέσω ἔξω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 8. ΙΙΙ. [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 14. 28. - Παθ., εἴς τι ἐκτρέπεσθαι Πολύβ. 6. 4, 9. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:51, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἐκ-τράπω [ᾰ],
A turn out of the course, turn aside, τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον Hdt.1.186, cf. 2.11, Th.5.65; μηδ' εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς A.Ag.1464 (lyr.), cf. Th.628 (lyr.); τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ' ἐς ἄλλον ἐκτρέπει E.Supp.483; ἑαυτοῦ μιαρίαν εἴς τινα ἐ. Antipho 2.3.9; ἐ. [τινὰ] πρὸς ποίμνας S.Aj.53:—Pass. and Med., turn off o<*> aside, ἐκτραπέσθαι ὁδὸν μακροτέρην Hdt.1.104: abs., Id.2.80, X.HG7.4.22, etc.: c. gen., turn aside from, τοῦ πρόσθεν λόγου S.OT851; also ἐ. ἐκ . . Hdt.1.75; ἀπὸ . . ἐπί . . Pl.Sph.222a; πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα Id.R.543c. 2 turn a person off the road, order him out of the way, S.OT806:—Pass. (fut. -τραπήσομαι Luc.Herm.86) and Med., ἐκτρέπεσθαί τινα get out of one's way, D.19.225, cf. Ar.Pl.837, Luc.Tim. 5; avoid, τὸν ἔλεγχον Plb.35.4.14; τὴν φιλοσοφίαν Jul.Or.7.223d: c. inf., ὀφθῆναι AP10.56.10 (Pall.): abs., cj. in S.OC1541. 3 τὴν δρῶσαν ἐ. prevent her from acting, Id.El.350. 4 ἀσπίδας θύρσοις ἐ. turn shields and flee before the thyrsus, E.Ba.799. II Med., turn away, φίλους Democr.101; also ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός turns itself inside out, Arist.HA621a7. III Medic. in Pass., to be diverted or everted, Hp.Steril.213, Off.14, Dsc.2.15 (perh. to be put out of joint, Ep.Hebr.12.13, Hippiatr.26). IV turn or change, εἴς ἄσπορον PRyl.133.22 (i A.D.), cf. Ael.NA14.28:—Pass., εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπῆναι Plb.6.4.9; ὑπ' ἀγεννείας εἰς μέμψεις Arr. Epict.1.6.42. V Pass., to be brought to birth, Astrol. t.t., Vett. Val.50.27, al.
German (Pape)
[Seite 783] abwenden, wegwenden, ablenken; κακὰ γᾶς, vom Lande, Aesch. Spt. 610; μηδ' ἐς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς, lenke nicht ab u. auf die Hel. hin, Ag. 1443, wie πρὸς ποίμνας Soph. Ai. 53; verhindern, abmahnen, τὴν δρῶσαν El. 342; ἐς ἄλλον Eur. Suppl. 483; θύρσοις ἀσπίδας, mit den Schilden vor Thyrsusstäben fliehen, Bacch. 787; τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν Μαντινικήν, ableiten, Thuc. 5, 65; vgl. D. C. 35, 12. – Med., sich wegwenden u. wo anders hingehen, Her. 1, 104. 6, 34; ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο, sie gingen vom Wege ab u. setzten sich, Xen. An. 4, 5, 15; ἀπό τινος ἐπί τι, Plat. Soph. 222 a; πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα; Rep. VIII, 543 c, vgl. Phaedr. 229 a; Xen. An. 4, 5, 15; Einem ausweichen, aus dem Wege gehen, ihn vermeiden, εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Her. 2, 80; έκτρέπεταί με νῦν ἀπαντῶν Dem. 19, 225; neben μισῶ u. ἀποβάλλομαι Poll. 5, 114, u. so bes. Luc.; τὸν ἔλεγχον Pol. 35, 4, 14; εἰ δ' οὖν τι κἀκτρέποιτο τῶν πρόσθεν λόγων Soph. O. R. 851, läugnen. – Sp. auch = verändern, verwandeln; τῆς ἀριστοκρατίας εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπείσης Pol. 6, 4, 9. – Bei den Aerzten = verrenkt werden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρέπω: Ἰων. -τράπω; μέλλ. -ψω, τρέπω τι ἔξω τοῦ δρόμου αὐτοῦ, τρέπω πρὸς ἄλλο μέρος, τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 2. 11, Θουκ. 5. 65˙ μηδ’ εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1464, πρβλ. Θήβ. 628˙ τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ’ ἐς ἄλλον ἐκτρέπει Εὐρ. Ἱκ. 483˙ ἑαυτοῦ μιαρίαν εἴς τινα ἐκτρ. Ἀντιφῶν 119. 3˙ ἐκτρ. χεῖρα πρὸς ποίμνας Σοφ. Αἴ. 53: - Παθ. καὶ μέσ., τρέπομαι ἔξω τῆς πορείας μου, πρὸς ἄλλο μέρος, ἐκτραπέσθαι ὁδὸν Ἡρόδ. 1. 104˙ ἀπόλ., ὁ αὐτ. 2. 80. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 22, κτλ.˙ μετὰ γεν., παρεκκλίνω, τοῦ πρόσθεν λόγου Σοφ. Ο. Τ. 851˙ ὡσαύτως, ἐκτ. ἐκ... Ἡρόδ. 1. 75˙ ἀπὸ... ἐπὶ Πλάτ. Σοφ. 222Α˙ πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα Πλάτ. Πολ. 543C. 2) διατάσσω τινὰ νὰ ἐξέλθῃ τῆς ὁδοῦ, προσπαθῶ νὰ τὸν ἐκβάλω διὰ τῆς βίας, κἀγὼ τὸν ἐκτρέποντα., παίω δι’ ὀργῆς Σοφ. Ο. Τ. 806. - Παθ. καὶ μέσ., ἐκτρέπεσθαί τινα, ἀποφεύγειν τινά, Δημ. 411. 12, πρβλ. Ἀριστ. Πλ. 837˙ ἐκτ. τι, ἀποφεύγειν ἢ βδελύσσεσθαί τι, Πολύβ. 35. 4, 14˙ μετ’ ἀπαρ., ἀποφεύγω νὰ πράξω τι, Ἀνθ. Π. 10. 56, 10. 3) τὴν δρῶσαν ἐκτρ., κωλύειν, Σοφ. Ἠλ. 350. 4) ἀσπίδας θύρσοισι βακχῶν ἐκτρέπειν, τρέπειν τὰς ἀσπίδας καὶ φεύγειν πρὸ τῶν θύρσων τῶν βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 799. ΙΙ. ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός, νὰ γυρίσῃ τις τὰ μέσω ἔξω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 8. ΙΙΙ. μετατρέπω, μεταβάλλω, εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 14. 28. - Παθ., εἴς τι ἐκτρέπεσθαι Πολύβ. 6. 4, 9.