ἰκμάς: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(13_3) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1248.png Seite 1248]] άδος, Feuchtigkeit, Nässe; Il. 17, 393; vom Blute, Aesch. fr. 216; Ar. Nubb. 233; ἀνεὶς ἐκ τοῦ σώματος ἰκμάδα Her. 3, 125; Plat. Tim. 76 h; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1248.png Seite 1248]] άδος, Feuchtigkeit, Nässe; Il. 17, 393; vom Blute, Aesch. fr. 216; Ar. Nubb. 233; ἀνεὶς ἐκ τοῦ σώματος ἰκμάδα Her. 3, 125; Plat. Tim. 76 h; Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰκμάς''': -άδος, ἡ, [[νοτίς]], [[ὑγρασία]], [[ὑγρότης]], [[ἄφαρ]] δέ τε [[ἰκμάς]] ἔβη, «[[ταχέως]] δὲ ἡ [[ὑγρασία]] ἀπῆλθεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ρ. 392· ἰκμάδος ἐστίν ἐν αὐτῇ τῇ Λιβύῃ οὐδέν Ἡρόδ. 4. 185· ἀνιεὶς ἐκ τοῦ σώματος ἰκμάδα, ἐπὶ πτώματος ἐκτεθειμένου εἰς τὸν ἥλιον, ὁ αὐτ. 3. 125, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀλλ, [[ὡσαύτως]], τῶν θανόντων ἶσον οὐκ, ἔνεστ’ [[ἰκμάς]], δὲν ὑπάρχει [[αἷμα]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 230· [[συχν]]. παρ, Ἀριστ. ἐπὶ παντὸς εἴδους ζωϊκῶν χυμῶν ἢ ἐκκρίσεων: - κωμ. μεταφ., τὴν ἰκμάδα τῆς φροντίδος Ἀριστοφ. Νεφ. 233 ἰκ. Βάκχου, δηλ. [[οἶνος]], Ἀνθ. Π. 5. 134· καὶ τὰν εὔκολλον δρυός ἰκμάδα, δηλ. τὸν ἰξόν, [[αὐτόθι]] 6. 109. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:23, 5 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A moisture, e.g. of oily leather, Il.17.392; ἰκμάδος ἐστὶ ἐν αὐτῇ [τῇ Λιβύῃ] οὐδέν Hdt.4.185; ἀνιεὶς ἐκ τοῦ σώματος ἰκμάδα, of a corpse exposed to the sun, Id.3.125, cf. Hp.Aër.8; of moisture in the soil, Ev.Luc.8.6; also θανόντων ἰσὶν οὐκ ἔνεστ' ἰκμάς no blood, A.Fr.229 (prob.); of the bodily humours, Hp.Morb.4.40; of all kinds of animal juices or moist secretions, τὸ περίττωμα τῆς ὑγρᾶς ἰ. ὃν καλοῦμεν ἱδρῶτα Arist.PA668b4; ἡ τῶν καταμηνίων ἰ. Id.GA727b11, cf. HA556b27, al.: com. metaph., τὴν ἰ. τῆς φροντίδος Ar.Nu.233; ἰ. Βάκχου, i.e. wine, AP5.133 (Posidipp.); ἰ. δρυός, i.e. gum, ib.6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1248] άδος, Feuchtigkeit, Nässe; Il. 17, 393; vom Blute, Aesch. fr. 216; Ar. Nubb. 233; ἀνεὶς ἐκ τοῦ σώματος ἰκμάδα Her. 3, 125; Plat. Tim. 76 h; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκμάς: -άδος, ἡ, νοτίς, ὑγρασία, ὑγρότης, ἄφαρ δέ τε ἰκμάς ἔβη, «ταχέως δὲ ἡ ὑγρασία ἀπῆλθεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ρ. 392· ἰκμάδος ἐστίν ἐν αὐτῇ τῇ Λιβύῃ οὐδέν Ἡρόδ. 4. 185· ἀνιεὶς ἐκ τοῦ σώματος ἰκμάδα, ἐπὶ πτώματος ἐκτεθειμένου εἰς τὸν ἥλιον, ὁ αὐτ. 3. 125, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀλλ, ὡσαύτως, τῶν θανόντων ἶσον οὐκ, ἔνεστ’ ἰκμάς, δὲν ὑπάρχει αἷμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 230· συχν. παρ, Ἀριστ. ἐπὶ παντὸς εἴδους ζωϊκῶν χυμῶν ἢ ἐκκρίσεων: - κωμ. μεταφ., τὴν ἰκμάδα τῆς φροντίδος Ἀριστοφ. Νεφ. 233 ἰκ. Βάκχου, δηλ. οἶνος, Ἀνθ. Π. 5. 134· καὶ τὰν εὔκολλον δρυός ἰκμάδα, δηλ. τὸν ἰξόν, αὐτόθι 6. 109.