μεθιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(13_5)
 
(6_22)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0112.png Seite 112]] (s. [[ἱδρύω]]), umsetzen, verändern, τὸν βίον ἐπὶ [[τἀναντία]], Plat Legg. X, 904 e. – Med. sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, [[ἀλλαχόσε]], Plut. Ages. 12; Polyaen. 6, 52; auch τὰς συμφοράς, mit sich nach einem andern Orte hinnehmen, D. Hal. 6, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0112.png Seite 112]] (s. [[ἱδρύω]]), umsetzen, verändern, τὸν βίον ἐπὶ [[τἀναντία]], Plat Legg. X, 904 e. – Med. sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, [[ἀλλαχόσε]], Plut. Ages. 12; Polyaen. 6, 52; auch τὰς συμφοράς, mit sich nach einem andern Orte hinnehmen, D. Hal. 6, 52.
}}
{{ls
|lstext='''μεθιδρύω''': τοποθετῶ [[διαφόρως]], μεταθέτω, μετατοπίζω, ἐπὶ [[τἀναντία]] Πλάτ. Νόμ. 904Ε. - Μέσ., [[παραλαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] εἰς ἄλλον τόπον, Διον. Ἁλ. 6. 52· - Παθ., ἐξακολουθῶ μετακινούμενος, μετατοπίζομαι συνεχῶς, [[ἄλλοθεν]] ἀλλαχόσε Πλουτ. Ἀγησίλ. 11.
}}
}}

Revision as of 11:43, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 112] (s. ἱδρύω), umsetzen, verändern, τὸν βίον ἐπὶ τἀναντία, Plat Legg. X, 904 e. – Med. sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, ἀλλαχόσε, Plut. Ages. 12; Polyaen. 6, 52; auch τὰς συμφοράς, mit sich nach einem andern Orte hinnehmen, D. Hal. 6, 52.

Greek (Liddell-Scott)

μεθιδρύω: τοποθετῶ διαφόρως, μεταθέτω, μετατοπίζω, ἐπὶ τἀναντία Πλάτ. Νόμ. 904Ε. - Μέσ., παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ εἰς ἄλλον τόπον, Διον. Ἁλ. 6. 52· - Παθ., ἐξακολουθῶ μετακινούμενος, μετατοπίζομαι συνεχῶς, ἄλλοθεν ἀλλαχόσε Πλουτ. Ἀγησίλ. 11.