ἀλλαχόσε
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
Adv. elsewhither, v.l. in X.Cyr. 7.4.7, Simp. in Ph. 1164.38.
Spanish (DGE)
(ἀλλᾰχόσε)
adv.
1 a otro sitio εἰς Δῆλον καὶ ἀλλαχόσε πέμπεσθαι Arist.Fr.420, ἀ. ἄγει Luc.Herm.27, διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἀ. ... ἀποκλῖναι Simp.in Ph.1164.38, cf. PStras.22.19 (III a.C.), Philost.HE 5.1.
2 en otro sitio θύειν Iust.Phil.Dial.46.2, τὸ ἐπίπεδον οὐκ ἀ. ἐστὶν ἢ ἐν τῇ σφαίρᾳ Papp.526.
German (Pape)
[Seite 102] anderswohin, Xen. Cyr. 7, 4, 7 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans une autre direction avec mouv.
Étymologie: ἄλλος, -αχόσε.
Greek Monolingual
ἀλλαχόσε επίρρ. (Α)
προς άλλο μέρος, σε άλλο τόπο, αλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχοῦ) + επιρρ. κατάλ. -σε].
Russian (Dvoretsky)
ἀλλᾰχόσε: adv. в другое место Xen.
Middle Liddell
elsewhither, to another place, Xen.