περικαθίζω: Difference between revisions
(c1) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0578.png Seite 578]] (s. ἵζω), rings herum oder umher setzen, Sp., wie LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0578.png Seite 578]] (s. ἵζω), rings herum oder umher setzen, Sp., wie LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περικαθίζω''': [[καθίζω]] ὁλόγυρα, πολιορκῶ, τὸ [[τεῖχος]] Διόδ. 20. 103· περικαθίσας κύκλῳ τὴν πόλιν Ἀππ. Ἰβηρ. 53· περιεκάθισε περὶ ἢ ἐπὶ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 61., Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 24). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:09, 5 August 2017
English (LSJ)
A cause to sit around or over, Hp.Mul.1.51. 2 π. στρατὸν τῇ πόλει invest a city, J.AJ8.14.1, cf. 13.5.5. II intr., sit round, τῇ πυρᾷ Max.Tyr.27.6, cf. Ach.Tat.3.5, Orib.Eup.4.113.4 : but usu. besiege, φρούριον Wilcken Chr.11 B 10 (ii B.C.); τὸ τεῖχος v.l. in D.S.20.103; π. κύκλῳ τὴν πόλιν App.Hisp.53 ; περὶ or ἐπὶ τὴν πόλιν, LXX 1 Ma.11.61, 4 Ki.6.24 : abs., J.AJ12.8.1, al. III Med., invest, περικαθεζόμενοι (aor. part.) τὸ τεῖχος D.59.102 ; τὴν πόλιν περικαθισάμενος Memn.45.1 : intr. in pass. form, περικαθεσθέντες having sat down round about, Luc.VH1.23, S.E.P.3.232 : pres.inf.περικαθέζεσθαι, = obsidere, Gloss.
German (Pape)
[Seite 578] (s. ἵζω), rings herum oder umher setzen, Sp., wie LXX.
Greek (Liddell-Scott)
περικαθίζω: καθίζω ὁλόγυρα, πολιορκῶ, τὸ τεῖχος Διόδ. 20. 103· περικαθίσας κύκλῳ τὴν πόλιν Ἀππ. Ἰβηρ. 53· περιεκάθισε περὶ ἢ ἐπὶ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 61., Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 24).