ἐμπρήθω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(13_4)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] = [[ἐμπίπρημι]]; ἐνέπρηθον Il. 9, 589; sonst [[ἐνιπρῆσαι]], verbrennen, πυρὸς αἰθομένοιο, indem das Feuer brennt, mit Feuer, 16, 82; – anblasen, anschwellen, ἐν δ' [[ἄνεμος]] πρῆσεν [[μέσον]] [[ἱστίον]], der Wind blies mitten ins Segel, Il. 1, 481.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] = [[ἐμπίπρημι]]; ἐνέπρηθον Il. 9, 589; sonst [[ἐνιπρῆσαι]], verbrennen, πυρὸς αἰθομένοιο, indem das Feuer brennt, mit Feuer, 16, 82; – anblasen, anschwellen, ἐν δ' [[ἄνεμος]] πρῆσεν [[μέσον]] [[ἱστίον]], der Wind blies mitten ins Segel, Il. 1, 481.
}}
{{ls
|lstext='''ἐμπρήθω''': μέλλ. -σω, φυσῶ, ἐμφυσῶ, [[κάμνω]] τι νὰ φουσκώσῃ, ἐπὶ ἀνέμου, ἐν δ’ [[ἄνεμος]] πρῆσεν [[μέσον]] [[ἱστίον]] Ἰλ. Α. 481· ἴδε [[πρήθω]]: - Παθ., ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός, «ἐμπεφυσημένης, παχείας· πρῆσαι γὰρ τὸ φυσῆσαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 36. ΙΙ. [[καίω]], ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ, «ἐνεπύριζον, ἔκαιον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 589· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μέλλοντα ἐμπρήσω καὶ κατ’ ἀόρ. ἐμπρῆσαι ἐκ τοῦ ῥήματος [[ἐμπίπρημι]].
}}
}}

Revision as of 10:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπρήθω Medium diacritics: ἐμπρήθω Low diacritics: εμπρήθω Capitals: ΕΜΠΡΗΘΩ
Transliteration A: emprḗthō Transliteration B: emprēthō Transliteration C: empritho Beta Code: e)mprh/qw

English (LSJ)

   A blow up, inflate, of the wind, ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481:—Pass., to be bloated or swollen, ἐμπεπρησμένης ὑός Ar.V.36 (-πρημ- cod. R), cf. Gal. ap. Orib.8.19.7.    II burn, ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ Il.9.589:—Pass., Ath.Med. ap. Orib.1.2.4; cf. ἐμπίμπρημι.

German (Pape)

[Seite 817] = ἐμπίπρημι; ἐνέπρηθον Il. 9, 589; sonst ἐνιπρῆσαι, verbrennen, πυρὸς αἰθομένοιο, indem das Feuer brennt, mit Feuer, 16, 82; – anblasen, anschwellen, ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον, der Wind blies mitten ins Segel, Il. 1, 481.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπρήθω: μέλλ. -σω, φυσῶ, ἐμφυσῶ, κάμνω τι νὰ φουσκώσῃ, ἐπὶ ἀνέμου, ἐν δ’ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Ἰλ. Α. 481· ἴδε πρήθω: - Παθ., ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός, «ἐμπεφυσημένης, παχείας· πρῆσαι γὰρ τὸ φυσῆσαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 36. ΙΙ. καίω, ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ, «ἐνεπύριζον, ἔκαιον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 589· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μέλλοντα ἐμπρήσω καὶ κατ’ ἀόρ. ἐμπρῆσαι ἐκ τοῦ ῥήματος ἐμπίπρημι.