Σατυρικός: Difference between revisions
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
(13_4) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] 1) satyrhaft, einem Satyr eigen, für ihn sich schickend; ἄνθρωποι σατυρικοὶ τοῖς βίοις, Plut. Galb. 16; καὶ [[ὑβριστής]], Cat. mai. 7. – 2) zum Satyrspiel gehörig, Plut. Pericl. 5; τὸ σ. [[δρᾶμα]], D. Hal. rhet. 3, 6 E. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] 1) satyrhaft, einem Satyr eigen, für ihn sich schickend; ἄνθρωποι σατυρικοὶ τοῖς βίοις, Plut. Galb. 16; καὶ [[ὑβριστής]], Cat. mai. 7. – 2) zum Satyrspiel gehörig, Plut. Pericl. 5; τὸ σ. [[δρᾶμα]], D. Hal. rhet. 3, 6 E. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Σᾰτῠρικός''': -ή, -όν, ([[Σάτυρος]]) ὁ εἰς Σάτυρον ἁρμόζων, [[ὅμοιος]] Σατύρῳ, [[Σωκράτης]] ... σ. καὶ ὑβριστὴς φαινόμενος Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 7, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 221Ε· ἐφήμεροι καὶ Σατυρικοὶ τοῖς βίοις Πλουτ. Γάλβ. 16, πρβλ. Περικλ. 13. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ σατυρικὸν [[δρᾶμα]] ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς αὐτό, Πλάτ. Συμπ. 222D· [[ποίησις]] Ἀριστ. Ποιητ. 4, 17· [[ὄρχησις]] Διον. Ἁλ. 7. 72· [[δρᾶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Τέχν. Ρητ. 3. 6, κτλ.· ἀπολ., σατυρικόν, τό, σατυρικὸν [[δρᾶμα]], Ξεν. Συμπ. 4, 19, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]], σατυρικὴ Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 7· ἴδε ἐν λέξ. [[Σάτυρος]] ΙΙ, καὶ πρβλ. [[Σειληνικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A suiting a Satyr, like a Satyr, Σωκράτης . . σ. καὶ ὑβριστὴς φαινόμενος Plu.Cat.Ma.7, cf. Pl.Smp.221e; ἐφήμεροι καὶ σ. τοῖς βίοις Plu.Galb. 16, cf. Per.13. 2 of or resembling the Satyric drama, Pl.Smp. 222d; ποίησις Arist.Po.1449a22; ὄρχησις D.H.7.72; δρᾶμα Id.Rh.9.6, etc.: abs., σατυρικόν, τό, Satyric drama, X.Smp.4.19, Arist.Po.1449a20, IG22.2320.16; also σατυρική Tz.Proll.Com.p.21 K., cf. Σάτυρος 11.
German (Pape)
[Seite 864] 1) satyrhaft, einem Satyr eigen, für ihn sich schickend; ἄνθρωποι σατυρικοὶ τοῖς βίοις, Plut. Galb. 16; καὶ ὑβριστής, Cat. mai. 7. – 2) zum Satyrspiel gehörig, Plut. Pericl. 5; τὸ σ. δρᾶμα, D. Hal. rhet. 3, 6 E.
Greek (Liddell-Scott)
Σᾰτῠρικός: -ή, -όν, (Σάτυρος) ὁ εἰς Σάτυρον ἁρμόζων, ὅμοιος Σατύρῳ, Σωκράτης ... σ. καὶ ὑβριστὴς φαινόμενος Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 7, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 221Ε· ἐφήμεροι καὶ Σατυρικοὶ τοῖς βίοις Πλουτ. Γάλβ. 16, πρβλ. Περικλ. 13. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ σατυρικὸν δρᾶμα ἢ ὅμοιος πρὸς αὐτό, Πλάτ. Συμπ. 222D· ποίησις Ἀριστ. Ποιητ. 4, 17· ὄρχησις Διον. Ἁλ. 7. 72· δρᾶμα ὁ αὐτ. ἐν Τέχν. Ρητ. 3. 6, κτλ.· ἀπολ., σατυρικόν, τό, σατυρικὸν δρᾶμα, Ξεν. Συμπ. 4, 19, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως, σατυρικὴ Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 7· ἴδε ἐν λέξ. Σάτυρος ΙΙ, καὶ πρβλ. Σειληνικός.