μελάγχροος: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(13_4) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] zsgzgn -χρους, -χρουν, von schwarzer, dunkler Farbe, schwarzer, dunkelfarbiger Haut, bes. von der bräunlichen, kräftigen Gesichtsfarbe des viel im Freien lebenden Mannes, Plut. Arat. 20 Luc. navig. 2; – plur. auch μελάγχροες, Her. 2, 104. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] zsgzgn -χρους, -χρουν, von schwarzer, dunkler Farbe, schwarzer, dunkelfarbiger Haut, bes. von der bräunlichen, kräftigen Gesichtsfarbe des viel im Freien lebenden Mannes, Plut. Arat. 20 Luc. navig. 2; – plur. auch μελάγχροες, Her. 2, 104. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μελάγχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν· ([[χρόα]])· ― ὁ ἔχων [[μέλαν]] δέρμα, μελαμψός, [[μελανωπός]], [[ἡλιοκαής]], Ἱππ. 1170D, Πλουτ. Ἄρατ. 20, κτλ.· ὁ Ἡρόδ. 2. 104 ἔχει ἑτερόκλ. ὀνομ. πληθ. μελάγχροες. ― Ποιητικοὶ τύποι: μελαγχροιής, ές, ἐπὶ τῆς χροιᾶς ἥρωος, Ὀδ. Π. 175· μέλαγχρος, ον, Ἀλκαῖ. 21· μελάγχρως, ωτος, ὁ, ἡ Εὐρ. 321, Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε, κτλ.· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. μελαγχρής, ές, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 75, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 69, Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 340, πρβλ. [[μελανόχροος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, contr. μελάγ-χρους, ουν, heterocl. nom. pl.
A μελάγχροες Hdt.2.104:—black-skinned, swarthy, of sunburnt persons, Hp.Epid.6.2.19, PPetr.3pp.1,19 (iii B. C.), Plu.Arat.20, etc.; μ. κόσσυφος Numen. ap. Ath.7.315b:—also μελαγχροιής, ές, of a hero's complexion, Od.16.175; μέλαγχρος, ον, as pr. n., Alc.21; μελάγχρως, ωτος, ὁ, ἡ, E.Or.321 (lyr.), Hec.1106 (lyr., v.l. μελανό-), Pl.Phdr.253e, PPetr.3p.19,al. (iii B. C.), etc.:—Com. μελαγχρής, ές, Cratin.425, Eup.430, Antiph.135, Men.974, Anon.Iamb. in Gerhard Phoinix p.7, also PCair.Zen.76.9 (iii B. C.); μ. μᾶζα Polioch.2.2.
German (Pape)
[Seite 118] zsgzgn -χρους, -χρουν, von schwarzer, dunkler Farbe, schwarzer, dunkelfarbiger Haut, bes. von der bräunlichen, kräftigen Gesichtsfarbe des viel im Freien lebenden Mannes, Plut. Arat. 20 Luc. navig. 2; – plur. auch μελάγχροες, Her. 2, 104.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν· (χρόα)· ― ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, μελαμψός, μελανωπός, ἡλιοκαής, Ἱππ. 1170D, Πλουτ. Ἄρατ. 20, κτλ.· ὁ Ἡρόδ. 2. 104 ἔχει ἑτερόκλ. ὀνομ. πληθ. μελάγχροες. ― Ποιητικοὶ τύποι: μελαγχροιής, ές, ἐπὶ τῆς χροιᾶς ἥρωος, Ὀδ. Π. 175· μέλαγχρος, ον, Ἀλκαῖ. 21· μελάγχρως, ωτος, ὁ, ἡ Εὐρ. 321, Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε, κτλ.· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. μελαγχρής, ές, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 75, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 69, Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 340, πρβλ. μελανόχροος.