σηκός: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(13_7_1) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0873.png Seite 873]] ὁ, 1) der <b class="b2">Stall</b>, ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schaafe u. Ziegen; Hom. vrbdt σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, Il. 18, 589; στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, u. öfter; ποιμνήιος, Hes. O. 783; Eubul. bei Ath. II, 43 c. – Uebh. Wohnung, Lager für Menschen u. Thiere, σηκὸν ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; σηκὸν ἐν ὄοει τὸ [[τεῖχος]] περιβεβλημένον, Plat. Theaet. 174, e; ᾠῶν, Vogelnest, Arist. H. A. 6, 8. – 2) nach den VLL. ὁ ἐνδότερος [[οἶκος]] τοῦ ναοῦ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; nach Ammon. den Heroen od. Halbgöttern, wie [[ναός]] den Göttern geweiht, welchen Unterschied die Dichter wenigstens nicht festhalten, Soph. Phil. 1312; εἰς ᾿Αθηνᾶς σηκὸν μολών, Eur. Rhes. 501; σηκοῖς ἐνστρέφει Τροφωνίου, Ion 300; vgl. auch Plut. Cim. 8 u. Luc. amor. 14. – 3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Oelbaumes, Suid. erkl. [[στέλεχος]], vgl. Lys. orat. 7, Περὶ σηκοῦ, worin es sich nach Harpocr. περὶ ἐλαίας ὲκκοπείσης handelt. Andere erkl. [[ἐλαία]] [[πολύκλαδος]], B. A. 304; nach Harpocr. = [[μορία]], was man vgl. – Nach Eust. auch wie [[σήκωμα]], Gewicht. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0873.png Seite 873]] ὁ, 1) der <b class="b2">Stall</b>, ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schaafe u. Ziegen; Hom. vrbdt σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, Il. 18, 589; στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, u. öfter; ποιμνήιος, Hes. O. 783; Eubul. bei Ath. II, 43 c. – Uebh. Wohnung, Lager für Menschen u. Thiere, σηκὸν ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; σηκὸν ἐν ὄοει τὸ [[τεῖχος]] περιβεβλημένον, Plat. Theaet. 174, e; ᾠῶν, Vogelnest, Arist. H. A. 6, 8. – 2) nach den VLL. ὁ ἐνδότερος [[οἶκος]] τοῦ ναοῦ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; nach Ammon. den Heroen od. Halbgöttern, wie [[ναός]] den Göttern geweiht, welchen Unterschied die Dichter wenigstens nicht festhalten, Soph. Phil. 1312; εἰς ᾿Αθηνᾶς σηκὸν μολών, Eur. Rhes. 501; σηκοῖς ἐνστρέφει Τροφωνίου, Ion 300; vgl. auch Plut. Cim. 8 u. Luc. amor. 14. – 3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Oelbaumes, Suid. erkl. [[στέλεχος]], vgl. Lys. orat. 7, Περὶ σηκοῦ, worin es sich nach Harpocr. περὶ ἐλαίας ὲκκοπείσης handelt. Andere erkl. [[ἐλαία]] [[πολύκλαδος]], B. A. 304; nach Harpocr. = [[μορία]], was man vgl. – Nach Eust. auch wie [[σήκωμα]], Gewicht. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σηκός''': Δωρ. σᾱκός, ὁ, [[μάνδρα]], [[μέρος]] περίφρακτον [[ἰδίᾳ]] χρήσιμον πρὸς περιποίησιν ἀμνῶν, ἐριφίων, μόσχων, Ὀδ. Ι. 219, 227, 439, Κ. 412, πρβλ. Ἰλ. Σ. 589, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 785· εἰς τὸν σ. φέρειν, μεταφορ., ἐπὶ νέων τέκνων, Πλάτ. Πολ. 460C· σηκὸν νομίζειν τὸ [[τεῖχος]] Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε· σ. δράκοντος, τὸ [[σπήλαιον]] τοῦ δράκοντος, Εὐρ. Φοίν. 1010, πρβλ. 931· οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς, φωλεούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 4. ΙΙ. ἱερὸς [[περίβολος]], [[ἱερόν]], [[ναΐσκος]], Σοφ. Φιλ. 1328, Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 4. 62· - κατὰ τὸν Ἀμμώνιον ὁ σηκὸς ἦτο ἱερὸν ἥρωος, [[ἡρῷον]], ὁ δὲ ναὸς θεοῦ, - ἀλλὰ τὴν διάκρισιν ταύτην δὲν τηροῦσιν οἱ ποιηταί, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1753, Ρῆσ. 501, πρὸς τὸν Ἴωνα 300, κτλ., καὶ ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19. 2) [[τάφος]], [[κοιμητήριον]] περίκλειστον καὶ καθιερωμένον, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σακὸς Σιμωνίδ. 5. 6, πρβλ. Τραγικ. Ἀποσπ. ᾨδ. σ. 137 Nauck, Πλουτ. Κίμ. 8, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 781. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 4264, -65, -66c, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ [[κοῖλος]] κορμὸς παλαιᾶς ἐλαίας, ἴδε Λυσίου Περὶ τοῦ σηκοῦ. IV. βάρος, [[σταθμίον]] τι ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Εὐστ. 1625. 26. (Πρβλ. τὸ Λατ. saep-es, saep-io). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:13, 5 August 2017
English (LSJ)
(neut. pl. σῆκα (q.v.) as Adv.), Dor.σᾱκός (IG42(1).102.29 (Epid., iv B.C.)), ὁ,
A pen, fold, esp. for rearing lambs, kids, calves, Od. 9.219,227,319,439, 10.412, Il.18.589, Hes.Op.787; εἰς τὸν σ. οἴσουσιν, metaph. of young children, Pl.R.460c; σηκὸν νομίζειν τὸ τεῖχος Id.Tht.174e; σ. δράκοντος the dragon's den, E.Ph.1010; οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σ. nests, Arist.HA564a21. II sacred enclosure, precinct, Hdt.4.62 (v.l.), S.Ph.1328, E. (v. infr.), IGl.c., SIG247 K1 1155 (Delph., iv B.C.), Maiist.23, LXX 2 Ma.14.33; ὁ σ. τοῦ ἱεροῦ OGI 702.4 (Egypt, ii A.D.): acc. to Ammon.Diff.p.94 V. (cf. Call.Fr.38P. (ap. Sch.Oxy.Th.2.17), Plu.Cim.8, Epigr.Gr.781.7 (Cnidus)), the σηκός was sacred to a hero, the ναός to a god, a distinction not observed (v. Poll.1.6) by the Poets, cf. Trag.Adesp.424, E.Ph.1751 (lyr.), Rh.501, with Ion 300, etc. 2 sepulchre, burial-place, enclosed and consecrated, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σ. Simon.4.6, cf. TAM 2(1).207.6, 208.7 (Sidyma). 3 library building, Gal.15.24 (pl.). 4 bedroom, σ. ἐπίπεδος Aret.CA2.2. III stump of an old olive-tree, περὶ τοῦ σ., title of speech by Lysias. IV weight, in the balance, Eust.1625.26.
German (Pape)
[Seite 873] ὁ, 1) der Stall, ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schaafe u. Ziegen; Hom. vrbdt σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, Il. 18, 589; στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, u. öfter; ποιμνήιος, Hes. O. 783; Eubul. bei Ath. II, 43 c. – Uebh. Wohnung, Lager für Menschen u. Thiere, σηκὸν ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; σηκὸν ἐν ὄοει τὸ τεῖχος περιβεβλημένον, Plat. Theaet. 174, e; ᾠῶν, Vogelnest, Arist. H. A. 6, 8. – 2) nach den VLL. ὁ ἐνδότερος οἶκος τοῦ ναοῦ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; nach Ammon. den Heroen od. Halbgöttern, wie ναός den Göttern geweiht, welchen Unterschied die Dichter wenigstens nicht festhalten, Soph. Phil. 1312; εἰς ᾿Αθηνᾶς σηκὸν μολών, Eur. Rhes. 501; σηκοῖς ἐνστρέφει Τροφωνίου, Ion 300; vgl. auch Plut. Cim. 8 u. Luc. amor. 14. – 3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Oelbaumes, Suid. erkl. στέλεχος, vgl. Lys. orat. 7, Περὶ σηκοῦ, worin es sich nach Harpocr. περὶ ἐλαίας ὲκκοπείσης handelt. Andere erkl. ἐλαία πολύκλαδος, B. A. 304; nach Harpocr. = μορία, was man vgl. – Nach Eust. auch wie σήκωμα, Gewicht.
Greek (Liddell-Scott)
σηκός: Δωρ. σᾱκός, ὁ, μάνδρα, μέρος περίφρακτον ἰδίᾳ χρήσιμον πρὸς περιποίησιν ἀμνῶν, ἐριφίων, μόσχων, Ὀδ. Ι. 219, 227, 439, Κ. 412, πρβλ. Ἰλ. Σ. 589, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 785· εἰς τὸν σ. φέρειν, μεταφορ., ἐπὶ νέων τέκνων, Πλάτ. Πολ. 460C· σηκὸν νομίζειν τὸ τεῖχος Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε· σ. δράκοντος, τὸ σπήλαιον τοῦ δράκοντος, Εὐρ. Φοίν. 1010, πρβλ. 931· οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς, φωλεούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 4. ΙΙ. ἱερὸς περίβολος, ἱερόν, ναΐσκος, Σοφ. Φιλ. 1328, Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 4. 62· - κατὰ τὸν Ἀμμώνιον ὁ σηκὸς ἦτο ἱερὸν ἥρωος, ἡρῷον, ὁ δὲ ναὸς θεοῦ, - ἀλλὰ τὴν διάκρισιν ταύτην δὲν τηροῦσιν οἱ ποιηταί, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1753, Ρῆσ. 501, πρὸς τὸν Ἴωνα 300, κτλ., καὶ ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19. 2) τάφος, κοιμητήριον περίκλειστον καὶ καθιερωμένον, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σακὸς Σιμωνίδ. 5. 6, πρβλ. Τραγικ. Ἀποσπ. ᾨδ. σ. 137 Nauck, Πλουτ. Κίμ. 8, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 781. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 4264, -65, -66c, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ κοῖλος κορμὸς παλαιᾶς ἐλαίας, ἴδε Λυσίου Περὶ τοῦ σηκοῦ. IV. βάρος, σταθμίον τι ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Εὐστ. 1625. 26. (Πρβλ. τὸ Λατ. saep-es, saep-io).