ἡμισεύω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμισεύω''': ([[ἥμισυς]]) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl. | |lstext='''ἡμισεύω''': ([[ἥμισυς]]) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμισεύω]] (AM) [[ήμισυς]]<br /><b>1.</b> [[διαιρώ]] [[κάτι]] στα δύο, [[σμικρύνω]] [[κατά]] το ήμισυ [[διχοτομώ]], μεσιάζω<br /><b>2.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] ώσπου να μείνει το μισό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
(ἥμισυς)
A halve, LXXPs.54(55).24, Aq.Ge. 33.1. 2 boil down to one half, Hippiatr.2.
German (Pape)
[Seite 1170] halbiren, auf die Hälfte verringern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμισεύω: (ἥμισυς) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl.
Greek Monolingual
ἡμισεύω (AM) ήμισυς
1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω
2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό.