οὐδαμοῖ: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐδαμοῖ''': Ἐπίρρ. τοῦ [[οὐδαμός]], πρὸς οὐδὲν [[μέρος]] ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1188, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 8, Ἀν. 6. 1, 16· οὐ γὰρ ἦλθεν [[οὐδαμοῖ]] τῆς Θρᾴκης Δημ. 675. 25· πρβλ. Ἀνεκδ. Ὀξ. τ. 1. 418, Ἰων. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 36. Πρβλ. [[μηδαμοῖ]]. | |lstext='''οὐδαμοῖ''': Ἐπίρρ. τοῦ [[οὐδαμός]], πρὸς οὐδὲν [[μέρος]] ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1188, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 8, Ἀν. 6. 1, 16· οὐ γὰρ ἦλθεν [[οὐδαμοῖ]] τῆς Θρᾴκης Δημ. 675. 25· πρβλ. Ἀνεκδ. Ὀξ. τ. 1. 418, Ἰων. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 36. Πρβλ. [[μηδαμοῖ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />nulle part <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[οὐδαμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv. of οὐδαμός,
A to no place, no-whither, restd. for οὐδαμοῦ in Ar.V.1188, X.HG5.2.8, An.6.3.16(14); οὐ γὰρ ἤλθομεν οὐ. τῆς Θρᾴκης D.23.166, cf. Hdn.Gr.1.502.—Cf. μηδαμοῖ.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδαμοῖ: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, πρὸς οὐδὲν μέρος ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ οὐδαμοῦ ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1188, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 8, Ἀν. 6. 1, 16· οὐ γὰρ ἦλθεν οὐδαμοῖ τῆς Θρᾴκης Δημ. 675. 25· πρβλ. Ἀνεκδ. Ὀξ. τ. 1. 418, Ἰων. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 36. Πρβλ. μηδαμοῖ.
French (Bailly abrégé)
adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: οὐδαμός.