στομήρης: Difference between revisions

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
(6_7)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στομήρης''': -ες, ἴδε [[στομώδης]].
|lstext='''στομήρης''': -ες, ἴδε [[στομώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρες, Α<br />[[στομώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]])].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομήρης Medium diacritics: στομήρης Low diacritics: στομήρης Capitals: ΣΤΟΜΗΡΗΣ
Transliteration A: stomḗrēs Transliteration B: stomērēs Transliteration C: stomiris Beta Code: stomh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A v. στομώδης.

German (Pape)

[Seite 948] ες, = εὔστομος, εὔφημος, Poll. 2, 101.

Greek (Liddell-Scott)

στομήρης: -ες, ἴδε στομώδης.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
στομώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. ποδ-ήρης)].