ὑπεραγόντως: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
(6_6)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεραγόντως''': Ἐπίρρ., [[ὑπερβαλλόντως]], καθ’ ὑπερβολήν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ., Ζ΄, 20), Ἡσύχ. ἐν λ. ὑπερφυῶς.
|lstext='''ὑπεραγόντως''': Ἐπίρρ., [[ὑπερβαλλόντως]], καθ’ ὑπερβολήν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ., Ζ΄, 20), Ἡσύχ. ἐν λ. ὑπερφυῶς.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[πάρα]] πολύ, υπέρμετρα («[[ὑπεραγόντως]] θαυμαστές», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπεράγων</i>, -<i>οντος</i>, μτχ. ενεστ. του ρ. [[ὑπεράγω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾰγόντως Medium diacritics: ὑπεραγόντως Low diacritics: υπεραγόντως Capitals: ΥΠΕΡΑΓΟΝΤΩΣ
Transliteration A: hyperagóntōs Transliteration B: hyperagontōs Transliteration C: yperagontos Beta Code: u(perago/ntws

English (LSJ)

Adv.

   A exceedingly, LXX 2 Ma.7.20, OGI315.51 (Pessinus, ii B. C.), Hsch. s.v. ἐσχάτως.

German (Pape)

[Seite 1189] adv. part. praes. act. von ὑπεράγω, übermäßig, außerordentlich.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραγόντως: Ἐπίρρ., ὑπερβαλλόντως, καθ’ ὑπερβολήν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ., Ζ΄, 20), Ἡσύχ. ἐν λ. ὑπερφυῶς.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. πάρα πολύ, υπέρμετρα («ὑπεραγόντως θαυμαστές», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεράγων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπεράγω + επιρρμ. κατάλ. -ως].