προσάθροισις: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(6_9)
(34)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσάθροισις''': ἡ, [[ἄθροισις]], «μάζευμα» εἴς τινα τόπον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 82, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[προσαγωγή]].
|lstext='''προσάθροισις''': ἡ, [[ἄθροισις]], «μάζευμα» εἴς τινα τόπον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 82, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[προσαγωγή]].
}}
{{grml
|mltxt=-οίσεως, ἡ, ΜΑ [[προσαθροίζω]]<br />επιπρόσθετη [[άθροιση]], [[συνάθροιση]] σε έναν [[τόπο]].
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 748] ἡ, Versammlung wohin, Schol. Thuc. 1, 82, Erkl. von προσαγωγή.

Greek (Liddell-Scott)

προσάθροισις: ἡ, ἄθροισις, «μάζευμα» εἴς τινα τόπον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 82, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ προσαγωγή.

Greek Monolingual

-οίσεως, ἡ, ΜΑ προσαθροίζω
επιπρόσθετη άθροιση, συνάθροιση σε έναν τόπο.