προσευκαιρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσευκαιρέω''': ἔχω καιρὸν κατάλληλον ἢ εὐκαιρίαν διὰ…, Λατ. vacare, τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 72, Πλούτ. 2. 316 Α, 1149D˙ πρ. χωρίοις, συχνάζειν, [[αὐτόθι]] 1150Β.
|lstext='''προσευκαιρέω''': ἔχω καιρὸν κατάλληλον ἢ εὐκαιρίαν διὰ…, Λατ. vacare, τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 72, Πλούτ. 2. 316 Α, 1149D˙ πρ. χωρίοις, συχνάζειν, [[αὐτόθι]] 1150Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />vaquer à, s’adonner à, τινι : προσευκαιρεῖν χωρίοις PLUT fréquenter le pays.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εὐκαιρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσευκαιρέω Medium diacritics: προσευκαιρέω Low diacritics: προσευκαιρέω Capitals: ΠΡΟΣΕΥΚΑΙΡΕΩ
Transliteration A: proseukairéō Transliteration B: proseukaireō Transliteration C: prosefkaireo Beta Code: proseukaire/w

English (LSJ)

   A have leisure for, τοῖς κοινοῖς Arr.Epict.3.22.72; ὀρχήσει Plu.2.316a; χορείαις (prob. for χωρίοις) Ps.-Plu.Fluv.4.1; τῇ γεωργίᾳ μου, ταῖς λειτουργίαις, POxy.487.16 (ii A.D.), 1119.12 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 763] gute Zeit, Muße wozu haben, τινί, sich womit beschäftigen, Plut. parallel. E.

Greek (Liddell-Scott)

προσευκαιρέω: ἔχω καιρὸν κατάλληλον ἢ εὐκαιρίαν διὰ…, Λατ. vacare, τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 72, Πλούτ. 2. 316 Α, 1149D˙ πρ. χωρίοις, συχνάζειν, αὐτόθι 1150Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vaquer à, s’adonner à, τινι : προσευκαιρεῖν χωρίοις PLUT fréquenter le pays.
Étymologie: πρός, εὐκαιρέω.