ὑποφρίσσω: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποφρίσσω''': Ἀττ. -ττω, [[φρίσσω]] ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 4, [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., [[αἰσθάνομαι]] μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73). | |lstext='''ὑποφρίσσω''': Ἀττ. -ττω, [[φρίσσω]] ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 4, [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., [[αἰσθάνομαι]] μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=éprouver un frisson, un mouvement d’effroi.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φρίσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ὑποφρίττω,
A to be rather bristly, γενειὰς ὑποφρίττουσα Philostr.Jun.Im.8; shudder a little, Luc.Peregr.39, JConf.4, Pr.Im. 12, Aët.12.68; of an artery, Archig. ap. Gal.8.90. 2 c. acc., feel dread before or of, Euph.78, Gal.UP14.4. 3 bristle, πολιῇσιν ἐθείραις Nonn.D.35.55.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφρίσσω: Ἀττ. -ττω, φρίσσω ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 4, ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., αἰσθάνομαι μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73).
French (Bailly abrégé)
éprouver un frisson, un mouvement d’effroi.
Étymologie: ὑπό, φρίσσω.